Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Μια βόλτα στο βουνό


 Ίσως το πρόβλημα με τα μεταλλεία στη Χαλκιδική (και οπουδήποτε αλλού) να μην είναι το μεγαλύτερο σε αυτή τη χώρα. Ίσως να είναι απλά μια συνέπεια αυτού που ζούμε σήμερα, ίσως να είναι απλά ένα μεμονωμένο γεγονός μέσα σε πολλά άλλα σοβαρότερα. Σίγουρα, μη καταγόμενος από την περιοχή, δεν μπορώ να αφουγκραστώ απόλυτα τις σκέψεις και τα συναισθήματα των κατοίκων που έχουν χτίσει εκεί τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους. Μια επίσκεψη όμως ήταν αρκετή για να με ωθήσει να αφιερώσω κάποιες από τις σκέψεις μου εκεί.
 Σε περιπτώσεις όπως αυτή, τα πολλά λόγια δεν είναι απλά φτώχεια. Ούτε μπορούν να αποτυπώσουν απλά φτώχεια. Τα πολλά λόγια απλά θα περιέγραφαν – θα προσπαθούσαν δηλαδή να περιγράψουν - μια κατάσταση που καμία γλώσσα δεν είναι ικανή να αποδώσει. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μιλήσει για ανθρώπους που νιώθουν ότι χάνεται ολόκληρη η ζωή τους; Ότι χάνεται το χωριό τους, η περιουσία τους, οι αγαπημένοι τους, οι τόποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τα μέρη που είναι γεμάτα μνήμες, ευχάριστες και δυσάρεστες; Ίσως κι αυτά τα λόγια να είναι υπεραρκετά για κάποιον που δε βιώνει μια τέτοια κατάσταση. Για κάποιον που δεν έχει βγει στον δρόμο να υπερασπιστεί την επόμενη μέρα του. Για κάποιον που η πέτρα που φεύγει από το χέρι του είναι σύμβολο αγανάκτησης, όχι όπλο που πετιέται με μανία ενάντια σε αυτούς που θέλουν να τον εξολοθρεύσουν.
 Υπάρχουν άνθρωποι από τις περιοχές που υποστηρίζουν τις κινήσεις, θα πει κάποιος. Βέβαια, υπάρχουν. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν όσο θα ζουν σε ένα σύστημα που προάγει την αδικία, που έχει ορίσει ως αυτοσκοπό για την επιβίωση τον αμείλικτο ανταγωνισμό, που έχει ως υπέρτατο νόμο αυτόν της ζούγκλας, ως μόνο δίκιο αυτό του ισχυρότερου. Μπορεί λοιπόν μήπως να αποτυπωθεί σε όλο της το εύρος η αδικία; Ο παραλογισμός; Από την μία, άνθρωποι που θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο για μια δουλειά, πολύωρη, κοπιαστική, έστω, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Κι αυτό κάνουν. Πολλοί άλλοι θα το έκαναν, αν είχαν τη δυνατότητα. Από την άλλη, είναι αυτοί που αρνούνται να θυσιάσουν το αύριο το δικό τους και των παιδιών τους για ένα επίπλαστα ευχάριστο σήμερα. Το να συγχαρείς και να συμπαρασταθείς στους δεύτερους είναι δεδομένο. Το να κατηγορήσεις τους πρώτους, όχι.
 Το μόνο που μπορεί πραγματικά να ονομαστεί είναι η τραγική ιστορία των μεταλλείων. Η κραυγαλέα αδικία σε βάρος των κατοίκων όχι μόνο της Χαλκιδικής, αλλά ολόκληρης της Ελλάδας, των οποίων τα συμφέροντα καταλύονται προς χάριν συγκεκριμένων ατόμων και πολυεθνικών. Απίστευτη διαφθορά, διαπλοκή, οικονομικά σκάνδαλα πρώτου μεγέθους με πρωταγωνιστές «σημαίνοντες» πολίτες της περιοχής. Τεράστια ποσά που διακυβεύονται, συμφέροντα που λίγοι μπορούν να φανταστούν. Η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, το χρήμα, είναι το μόνο που μπορεί να περιγραφεί, σε μια κατάσταση που εκκινεί από αυτό και κατά τα άλλα είναι απερίγραπτη.
 Μόνο που, όταν ανεβαίνεις στο βουνό, όταν βλέπεις το δάσος να σε περιτριγυρίζει και σκέφτεσαι ότι ακόμα και το χωμάτινο μονοπάτι που διασχίζεις είναι μια παραφωνία μπροστά στην αρμονική τελειότητα που δημιουργεί η φύση στην πορεία αιώνων, δε σκέφτεσαι τα χρήματα. Γιατί αυτά τα άψυχα αντικείμενα, αποτέλεσμα κοινωνικών συμβάσεων κατά την πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης, δεν είναι τίποτα μπροστά στο όλο ζωή τοπίο το οποίο σε κάνει να φαίνεσαι μικρός και ασήμαντος, αλλά ταυτόχρονα να νιώθεις ζωντανός και δυνατός όσο ποτέ. Σε μια κοινωνία που η επαφή με την φύση, την φύση που γέννησε και το δικό μας νηπιακό ανθρώπινο είδος, γίνεται ολοένα και πιο ανύπαρκτη, τέτοια συναισθήματα δεν είναι απλά σπάνια, βρίσκονται στον αντίποδα της καθημερινότητας. Όλη η μικρότητα και η ασημαντότητα του ανθρώπου μπορεί να αποτυπωθεί στην αηδιαστική φιλαργυρία και την απάνθρωπη τσιγγουνιά. Και όλη του η προσπάθεια να φανεί δυνατός στο  να καταστρέφει τους άλλους και να κατακρεουργεί τη φύση. Διότι μπροστά σε αυτούς και σε αυτήν θα παραμένει πάντοτε ένα σκουπίδι, ένα απόβρασμα που ζει πίνοντας το αίμα των συνανθρώπων του και του περιβάλλοντός του. Και αυτό δε θα αλλάξει όσα δέντρα κι αν κόψει, όσο έδαφος κι αν δηλητηριάσει, όσα χωριά κι αν εκτοπίσει, όσους ανθρώπους κι αν σκοτώσει.

 Γυρνώντας σπίτι μετά από κάτι τέτοιο νιώθει κανείς ανάμεικτα συναισθήματα για την εμπειρία ως τέτοια. Ταυτόχρονα όμως νιώθει και την ανάγκη να ξεκουραστεί και να συλλογιστεί. Αλλοίμονο, πρέπει να διαβάσει, να τρέξει ξανά, να βοηθήσει, να αφοσιωθεί, να είναι συγκεντρωμένος σε αυτό που πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο. Και η μόνη παρηγοριά που μπορεί να έχει μέσα σε αυτή την κοπιαστική καθημερινότητα είναι οι σύντροφοί του, για τους οποίους είναι σίγουρος ότι καθημερινά πράττουν και σκέφτονται το ίδιο. Αυτούς. Kαι τα ενοχλητικά μυγάκια στο δάσος.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Ελλάδα 2012


Ελλάδα 2012. Ένα μέρος και μια χρονολογία φτάνουν για να δώσουν ένα μικρό έστω στίγμα μιας κατάστασης; Αλήθεια, τι συμβαίνει στην Ελλάδα το 2012; Φυσικά δε δύναμαι να παίξω τον ρόλο παντογνώστη και να δώσω κάποια πλήρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Θα ήθελα όμως να παραθέσω ορισμένες σκέψεις που ίσως να συμβάλουν ως ένα μικρό λιθαράκι στο ξεδιάλυμα ενός ομολογουμένως ομιχλιασμένου τοπίου.

Λαθραίοι μετανάστες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, προγράμματα λιτότητας, περικοπές, αυτοκτονίες, έλλειψη φαρμάκων, διάλυση του (κατ’ όνομα έστω) κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, χρέος, φασίστες. Λέξεις και φράσεις που πριν από πέντε χρόνια δε θα καταλάμβαναν παρά ένα ελάχιστον ποσοστό στο λεξιλόγιο του κατοίκου αυτής εδώ της γωνιάς του πλανήτη έχουν γίνει σήμερα έννοιες με ιδιαίτερο περιεχόμενο, μέρος της καθημερινότητάς μας με μεγάλο ειδικό βάρος και κουβαλούν τόση αρνητικότητα που αρκεί για να καταστρέψει την ψυχολογία – ευάλωτη από τα πολλά χρόνια επίπλαστης καλοπέρασης – του πάλαι ποτέ χαζοχαρούμενου Έλληνα.

Αυτό βέβαια αποτελεί μια μόνο προοπτική του όλου φαινομένου. Γιατί αυτή η τομή μεταξύ του χαζοχαρούμενου και του χαζο-λυπημένου Έλληνα ίσως να μην είναι και τόσο μεγάλη όσο φαίνεται. Ο «κακός Αλβανός» ή ο «τρομακτικός Ρωσοπόντιος» μπορεί να εξελίχθηκαν σε «λαθραίο Πακιστανό», οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της εποχής Σημίτη να πήραν την μορφή μαζικών περικοπών από τις «κυβερνήσεις εθνικής συνεργασίας», η ρουτινιάρικη μιζέρια της άχρωμης καθημερινότητας να οδήγησε, όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα, σε αυτοκτονίες, το κοινωνικό κράτος να αποφάσισε να διαλυθεί γρηγορότερα από όσο το προόριζαν πριν το 2008, το χρέος να έγινε αρκετά πιο επιτακτικό λόγω της κρίσης και η πρώτη απαλή εικόνα του ακροδεξιού ελληνικού πνεύματος υπό την σημαία του ΛΑ.Ο.Σ. να έδωσε τη θέση της στην αυθεντική ελληνική εκδοχή της δυναμικής κραυγαλέας ηλιθιότητας – κατά κόσμον φασισμού, όμως η συνέχεια που υπάρχει μεταξύ των δύο περιόδων είναι κάπως ύποπτη.

Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σημερινή κατάσταση είναι αρκετά πιο ξεκάθαρη από ό,τι στην αρχή της περιόδου της κρίσης, με την έννοια ότι όλο και περισσότερο πλησιάζουμε στην λογική κατάληξη των όσων συνέβαιναν τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς κανείς ουσιαστικά να τους δίνει πραγματική σημασία. Το θολό, βαρετό θα μπορούσαμε να πούμε τοπίο της επιφανειακής ουδετερότητας απέκρυπτε τα πιο κύρια στοιχεία της ταξικής πάλης, η οποία βέβαια ποτέ δε σταμάτησε να εκτυλίσσεται. Αυτή η αίσθηση της κοινωνικής αδράνειας, του «δε συμβαίνει τίποτα» ήταν λογικό να μην εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πού πάει επιτέλους αυτή η χώρα/ αυτός ο πλανήτης/ αυτός ο γαλαξίας κτλ. Το «Ελλάδα 2005» δύσκολα θα γινόταν πρώτος τίτλος σε μελλοντικό επίδοξο εκδότη ιστορικών βιβλίων, όχι επειδή το 2005 δε γινόταν τίποτα, αλλά επειδή όλα όσα συνέβαιναν δεν μπορούσαν να βγουν στην επιφάνεια όπως πραγματικά ήταν. Έτσι, η ελληνική περίπτωση (κι όχι μόνο αυτή) αποκτά τις διαστάσεις λακανικού «συμπτώματος», όπου η διαρκής νεκρωμένη συνήθεια, συνήθεια που προσέφερε μια αντιφατική οδυνηρή ηδονή, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο στο πλαίσιο των μελλοντικών συνεπειών της, τμήμα των οποίων αποτελεί η πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα.

Τι είναι λοιπόν όλες αυτές οι στιγμές τραγικού μεγαλείου που διανύει η Ελλάδα αν όχι τα αναπόδραστα αποτελέσματα της υιοθέτησης ενός πολιτικού προγράμματος απόλυτα προσαρμοσμένου στα καπιταλιστικά – νεοφιλελεύθερα πλέον – πρότυπα; Η απόρριψη της μεταπολίτευσης γίνεται καθημερινά από τα δεξιά (δε χρειάζεται να επεκταθώ παραπάνω σε αυτό), ελάχιστα όμως προβάλλεται ως κριτική από τα αριστερά. Η εικόνα που περνάει στο ευρύ κοινό, πέρα από τις μεγαλόστομες θεωρητικολογίες, είναι ότι η αριστερά επιθυμεί απλά την επιστροφή στην προ των μνημονίων εποχή, την επιστροφή των κεκτημένων των εργαζομένων. Κι αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής πολιτικής που ακολουθεί σήμερα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, αν και πλέον οι ευθύνες που του αντιστοιχούν είναι μεγάλες, αλλά αποτελεί ένα βάρος που κουβαλάει ολόκληρη η αριστερά στην Ελλάδα. Γιατί μέσα σε αυτή την περιγραφόμενη παραπάνω συνέχεια υπάρχει σαφής ποιοτική αλλαγή, την οποία ναι μεν αντιλαμβανόμαστε (η αριστερά πάντοτε) αλλά κάνουμε σαν να μην μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε στην πράξη. Τη στιγμή που η δεξιά και κυρίως τα ακραία της στοιχεία, κάνουν άλματα στο οργανωτικό κομμάτι της δράσης τους, έχοντας, προς έκπληξη μας (ίσως διότι τσαλαπατούν τα περί «θεωρητικής ανωτερότητας της αριστεράς»), δείξει ότι αφουγκράζονται τα γεγονότα, άσχετα με το ποια θεωρία τους κινεί σε αυτό, η αριστερά φαίνεται εγκλωβισμένη.

Αυτός ο εγκλωβισμός οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι αυτά «εμείς τα ξέραμε» και στο σύνδρομο του «εμείς τα λέγαμε», το οποίο αποτελεί αναμφίβολα μια ηθική δικαίωση. Όταν όμως ακούγαμε για χρόνια τη θρυλική πλέον φράση «τι προτείνει επιτέλους η αριστερά; Τον Στάλιν;» ίσως θα έπρεπε πέραν του αρχικού μειδιάματος να αναλογιζόμασταν και την αλήθεια που η ερώτηση αυτή έκρυβε. Γιατί δυστυχώς όλη αυτή η αδράνεια επηρέασε κι εμάς. Και κάποια στιγμή πρέπει να το δούμε αυτό σε όλο του το εύρος. Καμιά νομοτέλεια δεν εγγυάται ότι τα μηνύματα της αριστεράς που δεν έπιασαν πριν από την κρίση θα πιάσουν και θα γίνουν κατανοητά τώρα. Για αυτό, τα μηνύματα είναι τα ίδια, ο τρόπος έκφρασής τους όμως απαιτεί αλλαγές, απαιτεί ενεργητικότητα, συνέπεια και πολλές φορές και αυτοθυσία.

Αυτό ίσως γεννά ένα αίσθημα αδικίας, μια γκρινιάρικη νότα, κάπως δικαιολογημένα. Γιατί ενώ επιβεβαιωνόμαστε κανείς δεν μας ακούει; (γιατί αυτός έχει 2 σοκολάτες κι εγώ καμία;) Γιατί ο ταξικός λόγος μένει διαρκώς έξω από τη συζήτηση;

Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει πρώτα να θυμηθούμε: το ότι η εξήγηση του παρελθόντος απαιτεί τα εργαλεία του παρόντος δε σημαίνει ότι το δεύτερο μπορεί να κατανοηθεί ερήμην του πρώτου. Η μεγάλη απάτη της μικροαστικής σκέψης, που κατά προσφιλή της συνήθεια εξιδανικεύει τα «παλιά καλά χρόνια» και δαιμονοποιεί τα όσα βιώνει απομονώνοντάς τα από τον ιστορικό τους παράγοντα, περιπλέκει πολύ τα πράγματα στο πρακτικό επίπεδο. Η κοινή γνώμη αρνείται να δει, ακριβώς λόγω αυτής της απάτης, την συνέχεια των γεγονότων και αρκείται στο να κατηγορεί συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις (πολιτικούς, λαθρομετανάστες, την αριστερά που δεν ενώνεται, την γειτόνισσα που παίρνει δυο συντάξεις) μεταβάλλοντας ασυνείδητα το τοπίο του πολιτικού παιχνιδιού. Έτσι, το θάψιμο των ταξικών αντιθέσεων μέσα σε μια περίοδο καπιταλιστικής ευημερίας (λέμε τώρα) παραμένει θαμμένο, μακριά από τα μάτια των θυμάτων τους και κατά την περίοδο της κρίσης, καθώς ποδοπατείται ανελέητα από κάθε είδους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης που κομπάζουν ότι βρίσκουν ενόχους τους πάντες, εκτός από αυτούς που πραγματικά ευθύνονται, δηλαδή τους εκπροσώπους του μεγάλου παγκόσμιου κεφαλαίου. Η σημασία του πρότερου αριστερού λόγου ουσιαστικά εκμηδενίζεται. Το παρελθόν χάνει τη σημασία που έχει για το παρόν.


Το ζήτημα σήμερα είναι να πιάσουμε τις άκρες αυτού του νήματος και να το ξετυλίξουμε. Αυτό όμως αποτελεί απλώς μια κοινότυπη προτροπή. Σε αυτή τη διαδικασία δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πιο κύριο παράγοντα σε όλες αυτές τις εξελίξεις, δηλαδή τους ίδιους τους διαμορφωτές της ιστορίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παντού υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί και θέλει να βγει από αυτή την κρίση, που γνωρίζει ή θέλει να γνωρίσει το ταξικό του συμφέρον, που επιθυμεί να απαλλαγεί από την δουλεία του καπιταλισμού. Και δεν πρόκειται για δυο τρεις γνωστούς διαβασμένους αλλά για την μεγάλη μάζα των ανεξαρτήτου εθνικότητας κατοίκων αυτής της χώρας (όπως κι όλων των χωρών), ανθρώπους που, ζώντας κι αυτοί τη δική τους «συνέχεια» βυθίζονται ολοένα στον βούρκο της νέας μεγαλύτερης και πιο «δυναμικής» μιζέριας που τους ρίχνουν χωρίς να τους ρωτήσουν. Σε αυτούς τους ανθρώπους η αριστερά οφείλει να δώσει το χέρι και να τους βοηθήσει να πατήσουν ξανά στα πόδια τους. Κι αυτό δεν είναι απλώς μια χιλιοεκφρασμένη επιθυμία. Είναι μια αναγκαιότητα που δεν προκύπτει απλά από μια φετιχοποιημένη αυτοκριτική, αλλά από τις δύσκολες στιγμές που προμηνύονται για την αριστερά και για τις υποτελείς στο κεφάλαιο τάξεις, αν δεν εντατικοποιήσουμε τη δράση μας.

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Το άγιο φως του ανόσιου σκότους

Επειδή είναι αλήθεια ότι καμιά φορά πρέπει να τιμάμε το όνομά μας (του blog) και επειδή πού να βρεθεί καλύτερη ευκαιρία από τις μέρες αυτές, είπα να γράψω και πάλι- με την ελπίδα βέβαια ότι δε θα σας κουράσω πολύ- μερικές σκέψεις για αυτό το φαινόμενο που ονομάζουμε, και πολύ καλά κάνουμε, θρησκεία. Αφορμή για αυτό δε στάθηκε, είναι η αλήθεια, κάποια θεία φώτιση που μου χάρισαν οι ημέρες αυτές, αλλά ένα αρθράκι- ανακοίνωση που διάβασα στο διαδίκτυο με τον τίτλο «Με τιμές αρχηγού κράτους φθάνει στην Αθήνα το Άγιο Φως» και κάποια συζήτηση που είχα γύρω από αυτό.

Πέρα από την αρχική αηδία που ένιωσα διαβάζοντας αυτόν τον τίτλο, αλλά και τις άσχημες παρενέργειες που η ανάγνωση του ίδιου του άρθρου μου προκάλεσε (εμ, ας μην το διάβαζα θα μου πείτε, τι να κάνω, δεν μαθαίνω έτσι εύκολα από τα λάθη μου), δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ και λίγο πέρα από αυτό το απλό θρησκευτικό πνεύμα που απέρρεε από το άρθρο. Όχι ότι πήγα και πολύ βαθιά δηλαδή, έτσι τα πάνω πάνω, αλλά ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να αντιληφθώ κάτι.

Κι αυτό το κάτι ήταν το εξής: Μπορούμε κάλλιστα να αντιληφθούμε τον ιστορικό ρόλο της θρησκείας, το πώς αυτή με θετικό ή αρνητικό τρόπο επηρέασε την ανθρώπινη εξέλιξη και το πώς σήμερα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο που έχει φτάσει. Η θρησκεία μέσα από τους θεσμούς της έδωσε ένα υπόβαθρο στην ανθρώπινη ανάγκη για εύρεση λύσεων έξω από τον δικό του κόσμο λόγω της απόγνωσης που επέφεραν στην κοινωνία οι αλλοτριωμένες εκμεταλλευτικές σχέσεις στον τομέα της παραγωγής. Πιο απλά, το γεγονός ότι ο άνθρωπος ως μεμονωμένο ον αλλά και ως κοινωνικό ον μέσα σε μια συλλογικότητα αδυνατούσε να εξεύρει λύσεις σε στοιχειώδη προβλήματά του (όπως το να τραφεί), ενώ την ίδια στιγμή αντιλαμβανόταν την ύπαρξη εκμεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε βάρος του (σχέσεις εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου, αφέντη δούλου, φεουδάρχη- δουλοπάροικου, καπιταλιστή- εργάτη), τον οδήγησε σε μια απαξίωση της επί γης ζωής και την αναζήτηση της ευτυχίας σε ένα ανώτερο υπερφυσικό ον. Αυτήν την ανάγκη του ανθρώπου υποστασιοποίησε η θρησκεία μέσα από την «γραφειοκρατία της».

Αυτά όμως είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Το βασικό ζήτημα δεν είναι αυτό. Η θρησκεία υπήρξε και καλώς υπήρξε και πολύ κόσμο έσωσε κτλ. Προφανώς ως μέρος μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας και μάλιστα ως μέλος της άρχουσας τάξης της κατά την μεγαλύτερη περίοδο της ύπαρξής της (όπου η κάθε θρησκεία εμφανίστηκε) είχε κατά βάση ανασταλτικό και μάλλον αρνητικό ρόλο, αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν υποβαθμίζει την αξία της και το ιστορικό της «καθήκον». Πού όμως σταματάει αυτό;

Το να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό δεν είναι κάτι απλό. Είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμία ταμπέλα με την ένδειξη STOP που να ορίζει το τέλος της διαδρομής ενός ιστορικού φαινομένου. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι στον δυτικό κόσμο η θρησκεία περνάει μια μεγάλη φάση παρακμής (κάτι που δεν ισχύει στον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο», όπου διάφορα δόγματα έχουν εκατομμύρια νέους οπαδούς), η οποία ίσως είναι και ο επιθανάτιος ρόγχος της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η θρησκεία σήμερα αποτυπώνει ίσως τις πιο συντηρητικές απόψεις μέσα στο κοινωνικό σύνολο και από αυτή την άποψη είναι και η κυριότερη (και ευκολότερη να υπερβεί κανείς) αντίφαση την οποία καλείται να αντιμετωπίσει κάποιος στην πορεία του προς μια πιο πλέρια κατανόηση της πραγματικότητάς του (ακόμα κι εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε «θετικά στοιχεία» της θρησκείας ως φαινομένου). Έτσι είναι αυτή που συγκεντρώνει τα περισσότερα πυρά από τις «προοδευτικές» δυνάμεις αλλά προβάλλει και την πιο σθεναρή και λυσσαλέα αντίσταση.

Η παγίδα στην οποία μπορεί κανείς να πέσει εξαιτίας αυτού είναι το να φετιχοποιήσει την θρησκεία. Κι αυτό δε σημαίνει απαραίτητα να πιστεύει, να πηγαίνει στην εκκλησία, να νηστεύει, να ταΐζει τους φτωχούς, να περνάει τους γέρους απέναντι κτλ. Μπορεί να σημαίνει και το ακριβώς αντίθετο. Στην προσπάθειά μας να άρουμε την θεοποίηση της θρησκείας από τη συνείδησή μας, όπως αυτή έχει εντυπωθεί από την κοινωνική μας εμπειρία, ελλοχεύει ο κίνδυνος να την δαιμονοποιήσουμε, να της προσδώσουμε δηλαδή ένα χαρακτηριστικό τέτοιο που θα την θεωρεί κάτι περισσότερο από ένα ακόμα ιστορικό φαινόμενο. Η προσβολή της θρησκείας, ο χλευασμός της και η απαξίωσή της δεν είναι πανάκεια, δεν πρόκειται να λύσουν κανένα κοινωνικό πρόβλημα. Το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι υποσυνείδητα εξακολουθούμε να την αντιμετωπίζουμε ως κάτι υπερφυσικό, ως κάτι διαφορετικό, μόνο που τώρα δεν το πιστεύουμε επειδή το φοβόμαστε, αλλά προσπαθούμε να δείξουμε ότι δεν το φοβόμαστε για να αποδείξουμε ότι δεν το πιστεύουμε.

Κοινώς, δε χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε τη θρησκεία με βάση τις προκαταλήψεις και τα ταμπού μας, διότι με αυτόν τον τρόπο απλά τα αναπαράγουμε. Και για να επιστρέψουμε στο αρθράκι που προανέφερα, δεν υπάρχει ταυτόχρονα και κανένας λόγος να μην επισημαίνουμε τα λάθη, τις κραυγαλέες αντιφάσεις που η ίδια η θρησκεία με περίσσιο θράσος αναδεικνύει. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε και αυτήν όπως και καθετί άλλο, με βάση τα πλεονεκτήματα και τα ελαττώματά της και να μην έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά όταν εξετάζουμε συγκεκριμένα φαινόμενα Επομένως, σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης για την χώρα, είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζουν κάποιοι τις εκκλησιαστικές τυπολατρικές διαδικασίες με τρόπο τέτοιον που να απαξιώνουν την ίδια την ανθρώπινη ζωή, τον ίδιο τον ανθρώπινο πόνο, την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν έχει σημασία αν το «Άγιο Φως» είναι απλά ένα κερί που ταξιδεύει πρώτη θέση στο αεροπλάνο ή η φλογερή ανάσα του Θεού (μετά από 2 πακέτα trident fire πιθανότατα ή όπως θέλουν να το εξηγήσουν οι διάφοροι «θεολόγοι»). Αυτό που κυρίως έχει σημασία είναι ότι είναι προκλητικό να συμπεριφερόμαστε σε μια φωτιά, όποια αξία και αν της προσδίδουμε, με πιο ανθρώπινο τρόπο απ’ όσο επιδεικνύουμε απέναντι στους συνανθρώπους μας. Την ίδια στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν άμεσο πρόβλημα επιβίωσης είναι τουλάχιστον γελοίο να αντικρίζουμε ολόκληρη την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία του κράτους να υποκρίνεται (τώρα θυμήθηκαν τις χριστιανικές καταβολές τους;) και μάλιστα να αυτοπροβάλλεται για αυτό. Αυτό δεν είναι ζήτημα της θρησκείας και της αναγκαιότητάς της, είναι ζήτημα στοιχειώδους λογικής, η οποία επιβάλλει ότι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του είναι υπεράνω αστικών γελοιοτήτων. Ο άνθρωπος χρειάστηκε την θρησκεία για να τον βοηθήσει στην επιβίωσή του (άσχετα αν το επέτυχε ή όχι). Αποτελεί τεράστια ιστορική ειρωνεία (αν και αναμενόμενη) το γεγονός ότι είναι η ίδια η θρησκεία σήμερα αυτή που αποπροσανατολίζει συνειδητά και προκλητικά τους ίδιους αυτούς ανθρώπους και παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε παιχνίδια που στρέφονται άμεσα εναντίον τους.

Κι αυτές οι κατηγορίες δεν έχουν τίποτα να κάνουν με έλλειψη σεβασμού προς τη θρησκεία ή τα πιστεύω κάποιων ανθρώπων. Αντιθέτως είναι η απλή προσπάθεια εκλογίκευσης ενός θεάτρου του παραλόγου που εκτυλίσσεται αδιάντροπα μπροστά στα μάτια μας. Η εξολόθρευση ανθρώπου από άνθρωπο προς επίτευξη της επιβίωσης του ενός είναι επίσης ένα ιστορικό φαινόμενο πολύ σημαντικό για το ανθρώπινο είδος, κατάλοιπα του οποίου βλέπουμε σήμερα στους μεγάλους και αιματοκυλισμένους πολέμους. Αν όμως κάποιος κατηγορήσει τις κυβερνήσεις επειδή διαπράττουν εγκλήματα στον πόλεμο και αποφανθεί ότι αυτό είναι ανήθικο, άρρωστο και λάθος, θα κατηγορηθεί ότι είναι βλάσφημος και δε σέβεται; Δε σέβεται ποιους; Τους εκατομμύρια στρατιώτες που πήγαν να πολεμήσουν ή τις ηγεσίες που τους στείλανε; Γιατί λοιπόν αν προσβάλλουμε τις αηδιαστικές φαιδρότητες της εκκλησιαστικής ηγεσίας να κατηγορούμαστε ως «μη διακριτικοί» απέναντι στους πιστούς; Υπάρχουν συγκεκριμένα όρια μεταξύ της πίστης και της εκμετάλλευσής της από την άρχουσα τάξη. Κι αυτά τα όρια μάλιστα αλλάζουν ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες. Η υποδοχή μιας φλόγας με τεράστιες δαπάνες και πλουσιοπάροχες κιτς τελετές δε νοείται μέσα σε μια κοινωνία που καταρρέει από κάθε γωνία της.

Αντιδράσεις οι οποίες εθελοτυφλούν μπροστά σε αυτόν τον διαχωρισμό και βαφτίζουν όλες τις πτυχές της θρησκείας «ιερές και όσιες» και άρα προτάσσουν απαγορευτικό σε κάθε είδους κριτική αποδεικνύουν απλά το γεγονός ότι η θρησκεία, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει βαθιές ρίζες στο κοινωνικό υποσυνείδητο, ρίζες που μόνο με μεγάλες αλλαγές και ανατροπές μπορούν εξαλειφθούν. Και ακριβώς επειδή η βάση της θρησκείας βρίσκεται βαθιά καθίσταται δύσκολο να κατανοήσουμε την πραγματική μορφή του εποικοδομήματός της. Μόνο όταν αποφασίσουμε να αντιμετωπίσουμε την θρησκεία ως μια προσπάθεια εξυπηρέτησης ανθρώπινων αναγκών θα την αποφετιχοποιήσουμε και θα προσπαθήσουμε να την δούμε κριτικά. (βέβαια για να συμβεί αυτό χρειάζονται συγκεκριμένες αλλαγές στις παραγωγικές διαδικασίες κτλ. οπότε το παραπάνω παρατίθεται αρκετά αφοριστικά, αλλά κατά τη γνώμη μου κατανοητά) Η μη κριτική προσέγγισή της είναι η ίδια μια προσβολή απέναντι στον άνθρωπο και τη διάνοιά του και ως εκ τούτου είναι αυτή που είναι καταδικαστέα και όχι το αντίθετό.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Λίγα συγχαρητήρια και κάποιες σκέψεις για τους κριτές της κρίσης

Πολλές φορές οι συνθήκες που σου στερούν τον χρόνο να διαβάσεις, να σκεφτείς, να γράψεις γίνονται τόσο απάνθρωπα σκληρές, τόσο άδικες, τόσο εξωφρενικές, που σε αναγκάζουν να βρεις αυτόν τον απαραίτητο χρόνο για να τις περιγράψεις και κυρίως για να τις ξεμπροστιάσεις. Μια τέτοια στιγμή είναι και η τωρινή. Βέβαια πολλές φορές προσκολλόμαστε στον μικρόκοσμό μας και αρνούμαστε να αντιληφθούμε ότι δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος, για αυτό άλλωστε αρνηθήκαμε εδώ και χρόνια να δούμε ότι αυτές οι συνθήκες κι ίσως και χειρότερες ήταν ο κανόνας σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ότι η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη και προφανώς δε θα είναι και η τελευταία η οποία καλείται να υποστεί τις συνέπειες αυτών απέναντι στα οποία για δεκαετίες έκλεινε τα μάτια. Αντί όμως να απολογούμαστε για την εθελοτυφλία μας, θα ήταν πιο πρόσφορο να αντικρύσουμε την πραγματικότητα και να αναλογιστούμε πώς δρούμε από δω και πέρα.

Και το πρώτο βήμα είναι να εξετάσουμε τι είναι αυτό που μας έφερε ως εδώ. Ως το σημείο του να δημιουργούμε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να φυλακίζουμε απροκάλυπτα όποιον να ‘ναι, να κάνουμε, να βλέπουμε και ακόμα να επικροτούμε τις περίφημες «επιχειρήσεις σκούπα» στις πόλεις, όπου πιάνουμε χωρίς λόγο όποιον να ‘ναι, να κατηγορούμε όποιον να ‘ναι, να υποστηρίζουμε όποιον να ‘ναι, να ψηφίζουμε όποιον να ‘ναι.

Όταν το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε το 1830 ήταν σε όλους φανερές οι αδυναμίες του. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα αγροτική, κατεστραμμένη από τον πόλεμο που είχε προηγηθεί και είχε διαρκέσει σχεδόν 10 χρόνια, με εσωτερικές διαμάχες, περιορισμένα σύνορα και άρα περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ενώ ήδη χρωστούσε μεγάλα δάνεια τα οποία είχε συνάψει κατά τα επαναστατικά χρόνια. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένα de facto διεθνές προτεκτοράτο με, θα λέγαμε, εντεταλμένες κυβερνήσεις, κυβερνήσεις που ήταν εμφανές ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα αυτών που δημιούργησαν το κράτος με σκοπό φυσικά να απολαύσουν ακριβώς αυτά τα συμφέροντα.

Οι αντιφάσεις που τα παραπάνω δημιουργούσαν σε συνδυασμό με τα κατάλοιπα που είχαν απομείνει στους πληθυσμούς της περιοχής από την μεγάλη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας που είχε προηγηθεί προκαλούσαν λογικά και αναμενόμενα κωλύματα στην ορθολογική και ομαλή εξέλιξη της κοινωνίας του ελληνικού βασιλείου. Για αυτό δεν έφταιγε βέβαια καμία «κακιά» ελληνική νοοτροπία, ούτε κάποιοι «άνανδροι» ξένοι εκμεταλλευτές, ούτε οι «αμαρτωλοί» πολιτικοί, ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Σέρβοι ούτε οι εξωγήινοι. Ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο διεθνές πολιτικοοικονομικό σκηνικό αυτές που κρατούσαν εκατομμύρια Έλληνες, όπως και εκατομμύρια Τούρκους, Ούγγρους, Γερμανούς, Άγγλους, Ινδούς κτλ. πίσω από τις δυνατότητες που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που οι ίδιοι υπηρετούσαν, μπορούσε να προσφέρει. Ή, πιο συγκεκριμένα, η μεταχείριση της Ελλάδος ως διεθνούς αποικίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μιας χώρας δηλαδή χωρίς ουσιαστική ανεξαρτησία (η Ελλάδα αδυνατούσε να διαμορφώσει ανεξάρτητη πολιτική σε κρίσιμα ζητήματα τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα) προκαλούσε εκτός των άλλων και την οικονομική της αφαίμαξη, καθώς τα οικονομικά συμφέροντα των πολιτών της υποτάσσονταν στα οικονομικά συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης των Μεγάλων Δυνάμεων- αλλά και των Ελλήνων «τσιρακιών» της (τι μας θυμίζει, τι μας θυμίζει).

Τότε όμως τα βλέμματα των Ελλήνων δεν ήταν στραμμένα σε αυτή την πτυχή του προβλήματος. Αδυνατούσαν να δουν (και αυτό δεν δικαιολογείται από μια απλή επίκληση στα ποσοστά αναλφαβητισμού καθώς οι διάφοροι εκπρόσωποι της πνευματικής ελίτ δεν ήταν και τα πιο προοδευτικά μυαλά του πλανήτη- τι μας θυμίζει πάλι, δεν μπορώ να καταλάβω) ότι ο πραγματικός εχθρός τους ήταν το διεθνές κεφάλαιο που τους απομυζούσε από τους καρπούς της εργασίας τους και η εθνική πολιτικοοικονομική ελίτ που με περίσσιο θράσος υποστήριζε- με το αζημίωτο- την τακτική αυτή. Αντί λοιπόν να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή στο εδώ και στο τώρα (φυσικά δεν μπορούμε σε τέτοιες εποχές να μιλούμε με όρους κομμουνιστικής απελευθέρωσης μέσω επανάστασης κτλ., αλλά ουσιαστικές διεκδικήσεις βελτίωσης της ποιότητας εργασίας και ζωής ήταν εφικτές και τότε) μετέτρεπαν το πρόβλημά τους σε πρόβλημα χώρου, την αδυναμία να αυξήσουν ποιοτικά τις παραγωγικές τους δυνάμεις σε πρόβλημα ποσότητας, κι έτσι έπεσαν με τα μούτρα στη διεκδίκηση των εθνικών δικαίων, της εδαφικής επέκτασης, ώστε να φέρουν και να μοιραστούν την μιζέρια τους και με άλλους περισσότερους Έλληνες, Αλβανούς, Σέρβους, Οθωμανούς, Εβραίους κτλ.

Και τελικά εν πολλοίς το πέτυχαν. Αν και δεν μπορεί να ξεχαστεί η τραγωδία της Μικράς Ασίας, όπου εκατομμύρια Έλληνες και Μουσουλμάνοι (όπως καταγράφονται στη συνθήκη της Λοζάνης) σκοτώθηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, η Ελλάδα όντως υπερδιπλασίασε την έκτασή της και τον πληθυσμό της. Και φυσικά οι κάτοικοί της έπρεπε να περιμένουν να ανταμειφθούν για την υπερπροσπάθεια ενός αιώνα και να δουν το βιοτικό τους επίπεδο να αυξάνεται συγκλονιστικά. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν έγινε. Και πάλι ο Έλληνας, αλλά και οι λίγοι αλλοδαποί που είχαν απομείνει μέσα στα σύνορα του ελληνικού κράτους, έβλεπε άλλους να καρπώνονται την αξία της εργασίας του, έβλεπε άλλους να πλουτίζουν εις βάρος του, άλλους να αποφασίζουν για αυτόν. Και τι σκέφτηκε; Όχι φυσικά ότι όλη η πολιτική νοοτροπία που είχε τόσο καιρό και όλες οι πολιτικές πρακτικές που λάτρεψε και χειροκρότησε αποδείχτηκαν λάθος. Ήταν δυνατόν ποτέ ο Έλληνας να κάνει λάθος; Ήταν η εποχή που έφταιγαν οι άλλοι, οι «κακοί» Έλληνες, οι «Τουρκόσποροι» που ήρθαν από την Μικρά Ασία να του πάρουν τις δουλειές (οι ίδιοι που με ενθουσιασμό απελευθέρωνε έναν χρόνο πριν), κι όχι μόνο αυτοί αλλά κι ο βασιλιάς που έφυγε ή αυτοί που τον διώξανε, ή οι αριστεροί ή οι εχθροί της χώρας που ήθελαν το κακό της (ή φυσικά και πάλι οι εξωγήινοι που συνωμοτούσαν εναντίον των Ελλήνων). Φταίγανε όλοι εκτός φυσικά από τον ίδιον τον Έλληνα και από τους πραγματικούς του εκμεταλλευτές.

Και πέρασε και αυτό κι ήρθε η δικτατορία του Μεταξά κι ο πόλεμος κι η κατοχή κι ο εμφύλιος. Και οι καλοί Αμερικάνοι άρχισαν να δίνουν λεφτά και η χώρα να αναπτύσσεται και να γίνεται πολιτισμένη. Πάλι όμως ο Έλληνας έβλεπε γύρω του φτώχια, πάλι δούλευε όλη μέρα για να ταΐζει ψίχουλα την οικογένειά του, αναγκάσθηκε να φύγει στο εξωτερικό να βρει δουλειά, να δυστυχήσει, να πονέσει. Αλλά μήπως αυτός ήταν που έφταιγε; Ήταν οι κομμουνιστές, οι εχθροί του λαού, που ήθελαν να διασπάσουν την ενότητα της ελληνικής κοινωνίας που όταν ήταν ενωμένη (πότε άραγε;) ευημερούσε κι ήταν όλα καλά. Και δεν έφταιγαν μόνο οι ντόπιοι κομμουνιστές που κλείνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (μα πάλι κάτι να μου θυμίζει, τι γίνεται;) αλλά και οι άλλοι, οι ξένοι, αυτοί οι Ρώσοι με τα υποχείριά τους που εποφθαλμιούσαν την ευτυχία του γένους των Ελλήνων που δεν ήταν υποχείριο κανενός (λίγο μόνο επειδή θέλαμε).

Κι ύστερα; Ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση, ήρθε η Ευρώπη (αφού δεν πηγαίναμε εμείς σε αυτήν), ήρθε κι ο σοσιαλισμός κι ο Έλληνας έφαγε και δεν κατηγορούσε κανέναν. Μόνο έβριζε πού και πού γιατί πάλι έβλεπε με την άκρη του ματιού του ότι όσο και να τρώει είναι άλλοι που τρώνε περισσότερο, είναι άλλοι που όσο αυτός κοιτάει το γεμάτο πιάτο του αυτοί μαζεύουν προμήθειες για τα τρισέγγονά τους και, ω σύμπτωση, είναι οι ίδιοι που και πριν και πιο πριν και όσο μπορούσε να θυμηθεί πριν εκμεταλλεύονταν την δουλειά του για να πλουτίζουν σε βάρος του. Σου έλεγε όμως ο πονηρός «άστους, αφού έχω να φάω εγώ, τι με κόφτει για αυτούς;».

Και κάπως έτσι φτάνουμε εδώ, στο πανέμορφο σήμερα. Ο Έλληνας άφησε κι άφησε, κι έκανε πως δεν είδε και πως δεν άκουσε, και ψήφισε τους ίδιους και πίστεψε τους ίδιους και τους ξαναψήφισε και αρκέστηκε σε αυτό κι ας έβλεπε ότι αυτοκαταστρέφεται, ας έβλεπε ότι αυτό δε θα πάει έτσι καλά για πάντα. Το έβλεπε και όχι απλώς σώπαινε αλλά πολλές φορές ζητωκραύγαζε. Κι ίσως να το έκανε γιατί ήξερε τελικά ότι όπως τότε έτσι και τώρα θα έβρισκε πάλι το εξιλαστήριο θύμα για να του ρίξει τα σφάλματά του και να διώξει από πάνω του τις τύψεις. Είδε το 2008 να έρχεται, το έζησε, μάζεψε τις λίγες του δυνάμεις και ξεσηκώθηκε, είδε ότι έπρεπε να εκτεθεί για να αλλάξει κάτι και φοβήθηκε, κούρνιαξε στην πολυθρόνα του και άφησε να του πουν οι άλλοι ποιος φταίει. Άλλωστε αυτός δεν έφταιγε, αυτός δεν ήξερε, δεν είχε δει, δεν είχε ακούσει, δεν είχε συμμετάσχει, φώναξε και γκρίνιαξε όταν ήρθε η ώρα, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, συζήτησε και σκέφτηκε για 1, 2, 6 μήνες. Και κατέληξε ότι αυτός και πάλι δε φταίει. Ούτε αυτός ούτε το σύστημα που τόσο καιρό υποστήριζε.

Άρα ποιος φταίει; Ποιος θα το περίμενε; Φταίνε οι άλλοι. Φταίνε οι Γερμανοί που είναι μνησίκακοι, οι Γάλλοι που μας ζηλεύουν, οι Άγγλοι που είναι αδελφές, αλλά κυρίως αυτοί οι βρωμιάρηδες που ήρθαν εδώ να μας πάρουν τα σπίτια, τα παιδιά, τα εγγόνια, τα λεφτά, τα αμάξια, τα ρολόγια, τα σκουπίδια κτλ., αυτοί οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί, οι Ρώσοι, οι Αφρικανοί. Ναι Έλληνα, αυτοί φταίνε. Αυτοί φταίγανε όταν ψήφιζες ανθρώπους που επικροτούσαν πολιτικές αφανισμού πληθυσμών στον Τρίτο Κόσμο, αυτοί φταίγανε όταν υπερκατανάλωνες τα προϊόντα για τα οποία συνάνθρωποί σου δούλευαν απλήρωτοι, αυτοί φταίνε που άφησες τα χωράφια σου ακαλλιέργητα για να παίρνεις άσκοπες επιδοτήσεις, αυτοί φταίνε που έκλεβες τους συμπολίτες σου και ζούσες παρασιτικά χωρίς να παράγεις και να προσφέρεις, αυτοί φταίνε που πήρες διακοποδάνειο για να πας στην Μύκονο, αυτοκινητοδάνειο για να πάρεις την καινούρια Mercedes, στεγαστικό δάνειο για να αγοράσεις 5 εξοχικά, αυτοί φταίνε που όταν ψήφιζαν την κατάργηση των εργασιακών σου δικαιωμάτων (χωρίς ακόμα να σου «κόβουν» λεφτά) εσύ σφύριζες ανέμελα και καταριόσουν τον συνάδελφο αλήτη συνδικαλιστή που σε προειδοποιούσε.

Συγχαρητήρια λοιπόν Έλληνα, γιατί πάλι βρήκες την λύση. Γιατί πάλι κατάφερες να αποποιηθείς των ευθυνών σου, να βρεις καινούριο αποδιοπομπαίο τράγο, να φορτώσεις σε άλλες πλάτες τα βάρη των ατοπημάτων σου, να ανακουφιστείς και να κατηγορήσεις άλλους για την υποθήκευση του μέλλοντός σου και του μέλλοντος των παιδιών σου. Αλλά κυρίως συγχαρητήρια γιατί και πάλι είσαι πρωτοπόρος. Διότι ενώ οδηγείσαι ολοταχώς σε μια πορεία που θυμίζει οργουελιανή δυστοπία, όπου επιχειρείται καθημερινά η εξάλειψη κάθε ίχνους συλλογικής μνήμης που να σου δίνει έστω και μια ικμάδα ελπίδας, έστω και ένα μόριο δύναμης, έστω και μια λάμψη εναλλακτικής, εσύ από μόνος σου ξεχνάς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έζησες, την φρίκη σου μπροστά στην απανθρωπιά αυτών που είχαν κατακτήσει και υποδουλώσει άλλους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες έγνοιες, τις ίδιες λύπες αλλά και τις ίδιες χαρές και απολαύσεις με εσένα και προτιμάς να επαναλάβεις τα ίδια με αυτούς, για τον δικό σου ιερό σκοπό.

Και δεν ντρέπεσαι, δεν κοκκινίζεις, δεν στενοχωριέσαι, πόσο μάλλον δεν αντιδράς επειδή πάλι ξέρεις, ή μάλλον σε έχουν πείσει ότι ξέρεις, ότι όταν θα έρθει η ώρα που το έκτρωμα που δημιουργείς αποκαλυφθεί, πάλι θα βρεις κάποιον για να κρυφτείς φοβισμένος από πίσω του και να τον δείξεις με το δάχτυλό σου, να πεις ότι πάλι δεν είσαι εσύ που φταις, ότι πάλι εσύ δεν ήξερες. Και θα κάνεις το ίδιο και το ίδιο συνέχεια. Αλλά δεν είσαι μόνος Έλληνα. Δεν είσαι μοναδικός, μη χαμογελάς. Γιατί στην κοινωνία που αναπαράγεις, στο σύστημα που λατρεύεις και θεοποιείς είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι. Όπως εσύ δεν άλλαξες από το 1830 έτσι κι αυτοί μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά με σένα (εντάξει ναι, αρκετά αφοριστικά). Κι έτσι δεν έχεις να απολογηθείς σε κανέναν. Για αυτό κάτσε και απόλαυσε τον εξευτελισμό σου, πάρε το πρόσωπό σου από τον καθρέφτη για να μη δεις στο βλέμμα σου το βλέμμα αυτών από τους οποίους χαιρέκακα στερείς το δικαίωμα στη ζωή, στάσου μπροστά στην τηλεόραση και αφήσου να ξεχαστείς. Και κυρίως ξέχνα ότι η ζωή σου δεν πρόκειται να γίνει λιγότερο θλιβερή απλά και μόνο χτίζοντάς την πάνω στη δυστυχία των άλλων, ξέχνα ότι με αυτό που κάνεις απλώς μετατοπίζεις το πρόβλημα στο μυαλό σου, ξέχνα ότι αυτή η κοινωνία μπορεί να αλλάξει μόνο αν πραγματικά προσπαθήσεις να αλλάξει.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Αγαπημένοι μου φίλοι

Μπορώ ήδη να νιώσω την αγωνία σας βλέποντας άλλο ένα κείμενό μου αναρτημένο εδώ. Παρόμοια είναι και η δική μου αγωνία όμως ξεκινώντας το γράψιμο, το οποίο ομολογώ ότι πολλές φορές με οδηγεί και εμένα τον ίδιο σε δύσβατα μονοπάτια σκέψης. Δεν εννοώ βέβαια ότι και εσείς οδηγείστε σε δύσβατα μονοπάτια σκέψης, αλλά τέλος πάντων καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, ας μην το πιέζουμε τζάμπα.

Αλλάζω παράγραφο χωρίς λόγο, απλά για να σας δώσω τον απαραίτητο χρόνο να συνειδητοποιήσετε την βαρύτητα της παραπάνω δήλωσης και να προλάβετε να σκουπίσετε τα δάκρυα της συγκίνησης που αναμφισβήτητα κύλησαν για λίγα δευτερόλεπτα από τα μάτια σας, εμποδίζοντάς σας να απολαύσετε τη συνέχεια.

Επίσης ναι, είμαι φλύαρος και κάθε φορά κάνω 10 ώρες να μπω «στο ψητό», επειδή αναλώνομαι σε κάθε είδους ανούσια φληναφήματα και καλά «για πλάκα». Χα χα χα, αστείος. Τέλος πάντων, ας με δεχτούμε όπως είμαι και ας συνεχίσουμε πλέον δυναμικά στο θέμα μας, εκτός κι αν με σιχαθήκατε τελείως, εμένα και τις χαζομάρες μου, και αποφασίσατε να φύγετε, πράγμα που βέβαια αν το κάνετε δε θα διαβάζετε αυτή τη γραμμή και άρα δε θα μου έχετε δώσει την ευκαιρία μιας έστω έμμεσης απολογίας… αλλά γιατί τα λέω σε σας, αφού εσείς μείνατε (οκ σταματάω).

Σήμερα λοιπόν αποφάσισα, μόνος και χωρίς καμία απολύτως βοήθεια, να γράψω. Και θα πω κάτι που με απασχολεί καιρό, (δεν ξέρω για ποιον λόγο, ποιος ξέρει τι θα έχω δει ο καημένος) και το οποίο είναι η διαμόρφωση κάποιων συμπεριφορών ανθρώπων (γενικά) απέναντι σε άλλους συνανθρώπους τους. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο ζήτημα μου φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς καλύπτει μια πολύ νευραλγική θεματική, αλλά κυρίως επειδή, ναι κυρίες και κύριοι, έχω την εντύπωση ότι οι σημερινές ανθρώπινες σχέσεις δεν πάσχουν απλά από τρομακτικές αντιφάσεις αλλά είναι και εκνευριστικά υποκριτικές.

Όλοι μας φυσικά έχουμε ακούσει βαρύγδουπες φράσεις όπως «οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους εγωιστές- κακοί- παρτάκηδες- αναίσθητοι κτλ» ή «είναι στη φύση του ανθρώπου να σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και κανέναν άλλον, γιατί έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι από τη φύση μας και αυτό δεν αλλάζει για αυτό πάντα θα εκμεταλλευόμαστε τον συνάνθρωπό μας μπλα μπλα μπλα…». Κάθε φορά κοιτάω με θαυμασμό τον ομιλητή που έχει την μαγική ικανότητα να ξεστομίζει τέτοιες εκπληκτικές αλήθειες από το στόμα του και πραγματικά αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσα κι εγώ, όχι μόνο να χω μελετήσει ενδελεχώς όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες μέχρι σήμερα, όχι μόνο να κατέχω σε τέτοιον υπέρτατο βαθμό τις επιστήμες της ιστορίας, της βιολογίας, της φυσικής (της γεωγραφίας, των μαθηματικών, του θεάτρου κτλ.), αλλά και αν θα μπορέσω κι εγώ να ζήσω τόσα εκατομμύρια χρόνια, ώστε να βιώσω και να μπορέσω να εκφέρω άποψη περί της «φύσης» του ανθρώπου, την οποία φυσικά είμαι πολύ μικρός για να κρίνω μπροστά στην επιστημονική διάνοια η οποία με άνεση και αυτοπεποίθηση προφέρει τα σοφά αυτά λόγια.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας αυτή η αντίληψη που θέλει την κοινωνία στην οποία ζούμε να είναι ο απόλυτος καθρέφτης όλων των κοινωνιών οι οποίες έχουν περάσει από αυτόν τον πλανήτη κι ίσως και από άλλους πλανήτες στους οποίους ζουν παρόμοια με εμάς όντα- κατά βάση πράσινα, με μεγάλα μάτια και κεραίες- και σύμφωνα με την οποία ό,τι βιώνουμε εμείς δεν έχει να κάνει με καμιά ιστορική εξέλιξη και τέτοια χαζά αλλά υπήρχε προαιώνια όπως και το κράτος, η αστυνομία, τα μπουζούκια, τα τραπεζομάντηλα κτλ. Είναι προφανές λοιπόν ότι ο Νώε έβγαλε νόμο με τον οποίο απαγόρευε την είσοδο στην κιβωτό στους δεινόσαυρους γιατί δεν τους πήγαινε από τη φύση του, όταν αυτοί δεν τον άκουσαν έστειλε την αστυνομία να τους καταστείλει και μετά για να γιορτάσει τη νίκη του έριξε μερικά τσιφτετέλια μαζί με τους ελέφαντες. Τα τραπεζομάντηλα δεν κολλάνε δυστυχώς στο παράδειγμα, ήτανε στις κούτες.

Επειδή όμως ίσως ήρθε η ώρα να σοβαρευτούμε, ας τονίσουμε ένα πράγμα. Είναι τελείως ανεδαφικό να υποστηρίζουμε ότι μπορούμε με μια ερασιτεχνική ματιά σε αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνικό γίγνεσθαι να εξάγουμε γενικά συμπεράσματα- νόμους για την φύση, την ανθρώπινη ή οποιαδήποτε άλλη. Με τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί κλαίγαμε όταν ήμασταν μωρά με βάση μια στενόχωρη στιγμή που περνάμε στα 30 μας. Βεβαίως η παντογνωσία είναι δικαίωμα όλων, αλλά και η αμφισβήτησή της είναι δικαίωμα δικό μου και σκοπεύω κατά το δυνατόν να το ασκήσω εδώ. Το πώς διαμορφώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις λοιπόν δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί με κάποιον από την φύση προερχόμενο νόμο, τον οποίο αναγκαστικά ακολουθούμε και έτσι μια ζωή κοιτάμε ο ένας να ξεπεράσουμε τον άλλον, κάνουμε πολέμους κτλ.

Για την ακρίβεια συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όπως έχει αναφέρει προ καιρού και κάποιος Αριστοτέλης, ο άνθρωπος είναι πολιτικό ζώο. Και επειδή η έννοια του πολιτικού στην αρχαία Ελλάδα δεν ταιριάζει απόλυτα στον τρόπο με τον οποίο η λέξη αυτή νοηματοδοτείται σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι εδώ ο κύριος αυτός έκανε λόγο μεταξύ άλλων για μια φυσική ροπή του ανθρώπου προς την κοινωνικοποίηση, την συνδιαλλαγή και τη συνεργασία με άλλους ανθρώπους. Κανένα μωρό δεν μεγαλώνει μόνο του, κανείς δεν μπορεί να ζήσει μακριά από άλλους ανθρώπους για μεγάλο χρονικό διάστημα (εκτός από σπάνιες περιπτώσεις ψυχικών ασθενειών που και πάλι από άλλους ανθρώπους προκαλούνται) αλλά και η ίδια η παραγωγή των απαραίτητων αγαθών για την ανθρώπινη επιβίωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από μεμονωμένα άτομα, αλλά εξαρτάται από την ομαλή συνεργασία πολλών. Η ανθρώπινη φύση επομένως όχι μόνο δεν ωθεί τους ανθρώπους στον ανταγωνισμό και στην αποξένωση, αλλά αντιθέτως επιβάλλει τη συμβίωση και την δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ τους.

Πώς προκύπτει όμως αυτή η αντίφαση που βιώνουμε σήμερα, αυτός δηλαδή ο τρόπος αντιμετώπισης ανθρώπου από άνθρωπο που αντίκειται κραυγαλέα στον παραπάνω «φυσικό νόμο»; Προφανώς αυτό έχει να κάνει με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία οι σχέσεις αυτές διαμορφώνονται. Σε μια κοινωνία που η αγορά, δηλαδή ένα «αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας» που είχε ως σκοπό να ελέγξει και να βελτιώσει την παραγωγή και την διανομή των προϊόντων, τείνει να δημιουργήσει μια κατάσταση όπου ο ίδιος ο δημιουργός της θα αποτελεί το «αποκύημα της φαντασίας», σε μια τέτοια ακριβώς κοινωνία όπου ο άνθρωπος αλλοτριώνεται, αρνείται τη φύση του και υποτάσσεται στις ανάγκες ενός α-φύσικου φορέα και ως εκ τούτου αγωνίζεται φαινομενικά μόνος του ενάντια στις αντιξοότητες και ενάντια στους υπόλοιπους συνανθρώπους του για το ποιος θα καταφέρει εν τέλει να επιβιώσει, ή έστω να ζήσει με τον καλύτερο τρόπο, σε μια τέτοια κοινωνία που επικρατεί η νοοτροπία του καλύτερου και του χειρότερου, όπου ο καλύτερος είναι απλά χρησιμότερο γρανάζι στην παγκόσμια μηχανή και ο χειρότερος μάλλον αντιδραστικός και άρα προβληματικός, σε μια τέτοια κοινωνία είναι που δημιουργούνται εκείνες οι προϋποθέσεις που οδηγούν εν τέλει τους ανθρώπους στο να φέρονται εγωιστικά, να σκέφτονται να βλάψουν τους υπόλοιπους για να ωφεληθούν αυτοί κτλ.

Είναι άλλωστε απόλυτα λογικό το να συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς είναι το περιβάλλον στο οποίο ζούμε αυτό που επιδρά τα μέγιστα στην εξέλιξη των προσωπικοτήτων μας. Και επομένως η αναλογία μεταξύ του γενικού τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας (ή πιο συγκεκριμένα του τρόπου της παραγωγής) και των απλών μεμονωμένων ανθρώπινων σχέσεων κάθε άλλο παρά αβάσιμη είναι. Ακόμα λοιπόν κι αν η φύση δεν ήθελε τον άνθρωπο να δρα ως συλλογικό ον και πάλι είναι δύσκολο να παραβλέψουμε αυτόν τον κοινωνικό παράγοντα και να προτάσσουμε την δύναμη του φυσικού νόμου του εγωισμού (τον οποίο οι κατά τόπους πανεπιστήμονες του καναπέ μπορούν να αποδείξουν και με τύπο) απλά και μόνο για να δικαιολογήσουμε την αδράνειά μας και τον ωχαδελφισμό μας απέναντι σε μια προοπτική συνολικής βελτίωσης της κοινωνίας.

Κάπως έτσι νομίζω καταρρίπτονται εύκολα και άλλες στομφώδεις δηλώσεις οι οποίες αφορούν τις αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις στο χώρο εργασίας, στην οικογένεια (και εδώ θα παραπέμψω σε προηγούμενο κείμενο, για να κάνω και διαφήμιση), μεταξύ φίλων ακόμα και μεταξύ ζευγών. Ναι αγαπημένε μου φίλε/ φίλη, γιατί όσο και να θες να με πείσεις ότι το να μην εμπιστεύεται κάποιος τους φίλους του ή να ζηλεύει σαν τρελός τους ερωτικούς του συντρόφους είναι «φυσιολογικό» δε θα πέσω στην παγίδα σου. Ακόμα και αν τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν έχουν να κάνουν απλά με εξαγόμενα συμπεράσματα τετράγωνης λογικής, αλλά ενέχουν συναισθήματα και έτσι π.χ. μπορώ να μην εμπιστεύομαι γιατί έτσι νιώθω από τη φύση μου ή να ζηλεύω γιατί από τη φύση του ο άνθρωπος είναι κτητικός (υπάρχει κι αυτός ο νόμος, όχι που δε θα υπήρχε- βγάλε το ζωνάρι σου ματσό άντρα- πέτα την παντόφλα σου χειραφετημένη γυναίκα), δε θα μου βγάλεις από το μυαλό ότι και η καχυποψία στις ανθρώπινες σχέσεις και η κτητικότητα αποτελούν κατά βάση κατάλοιπα της αστικής κοινωνίας και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και αν θες να μου αποδείξεις την ισχύ των φυσικών νόμων τους οποίους επικαλείσαι, φρόντισε πρώτα να αφαιρέσεις πάνω από τέτοια φαινόμενα τους εκατομμύρια τόνους κόμπλεξ με τα οποία τα έχει φορτώσει η κοινωνική μας εμπειρία, βελτίωσε κοινώς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και άρα και την ανθρώπινη επικοινωνία και μετά μπορείς, εφόσον συνεχίσουν τα «κτητικά σου» ένστικτα και τα δεν- εμπιστεύομαι- τους- ανθρώπους- γιατί- ο παππούς μου- μικρό- με- έδερνε- με- το- ζωνάρι ψυχολογικά προβλήματα, να μας αποδείξεις και τους νόμους της φύσης που ανακάλυψες.

Και για να κλείσω πριν σας κουράσω να τονίσω ότι η ανθρώπινη χειραφέτηση, η οποία μπορεί μόνο μέσα από διαρκή αγώνα να επιτευχθεί, αγώνα που θα συνεισφέρει κι αυτός με τη σειρά του στη διαδικασία αλλαγής των διαμορφούμενων ανθρώπινων σχέσεων, μπορεί να απελευθερώσει τεράστιες δημιουργικές δυνάμεις και να αλλάξει αυτό που σήμερα αναγνωρίζουμε ως σχέσεις μεταξύ ανθρώπων προς το καλύτερο. Κι αυτό γιατί με την παύση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο θα πάψουν να υπάρχουν και όλα τα παράγωγά της ή τα κατάλοιπά της, τα οποία εμποδίζουν την ομαλοποίηση τόσο των ατομικών όσο και των συλλογικών σχέσεων σε ευρύ επίπεδο. Με αυτό φυσικά δεν εννοείται ότι θα περάσουμε (ακόμα και με την ολοκλήρωση της τυχόν χειραφέτησης όπως την αντιλαμβανόμαστε στο σήμερα, μακροπρόθεσμα) σε μια κοινωνία καθολικής αγάπης όλων προς όλους (μη φοβάσαι αγαπητέ καταθλιπτικέ, δε θα γίνεις χαζοχαρούμενος). Σίγουρα όμως η κατανόηση και η αλληλεγγύη θα μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα και μεταξύ ατόμων διαφορετικών προσωπικοτήτων, ατόμων που κατά τα άλλα δε θα ανέπτυσσαν ποτέ φιλικούς ή άλλους δεσμούς μεταξύ τους.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Δεν Καταλαβαίνω

Η αλήθεια είναι ότι είμαι κολλημένος. Ναι, αδυνατώ να καταλάβω κάποια πράγματα. Βεβαίως, ευχαριστώ για την πληροφορία, καλώς ήρθατε στο φτωχικό μου… μυαλό. Αλλά δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβω τον εθνικισμό. Όχι, δεν είμαι κανένα μέλος κρυφών ομάδων ούτε οργανώνω συνομωσίες. Απλώς δεν το κατανοώ, δεν το χωράει το ξερό μου το κεφάλι. Συγγνώμη.

Έχω μια χρόνια απορία. Ίσως να μπορεί να χαρακτηριστεί χρόνια ασθένεια, δεν ξέρω, ίσως να μην είμαι στα καλά μου, αλλά την έχω. Αν για παράδειγμα ένας διευθύνων σύμβουλος μιας πολυεθνικής υπογράφει καθημερινά αποφάσεις με τις οποίες σκοτώνει μέσω των εργασιακών συνθηκών χιλιάδες ανθρώπους ανεξαρτήτου ηλικίας, φυσικά χωρίς καμία ηθική δικαιολογία, αν αύριο κληθεί να συμμετάσχει σε έναν πόλεμο τι πρόβλημα μπορεί να έχει να το κάνει με την ηθική υποστήριξη ολόκληρων χωρών; Γιατί να θεωρούμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι π.χ. πετυχημένος ή οτιδήποτε άλλο καλό και σούπερ ουάου, και την ίδια στιγμή να νιώθουμε ένα αβυσσαλέο μίσος για έναν άλλον που δεν έχει σκοτώσει ούτε κουνούπι, αλλά δεν είναι συμπατριώτης (έτσι θαρρώ το λένε); Και τι σημαίνει συμπατριώτης. Τι ακριβώς με χωρίζει από αυτόν που μένει στην FYROM ή στην Ταγκανίκα ή στον Δία; Δεν έχει δύο χέρια, δύο πόδια, ένα μυαλό κτλ; (αυτός από τον Δία πιθανόν όχι, αλλά το πιάνετε το νόημα) Επειδή τον λένε Τάδοφ Δείνοφ κι όχι Τάδε Δείνα κι επειδή τα ακαταλαβίστικα που μιλάει αυτός δεν τα καταλαβαίνουμε με τα ακαταλαβίστικα που ακούμε εμείς; Γιατί αν πω ότι η Κύπρος είναι τούρκικη θα με λιντσάρουν, ενώ αν πω ότι η Μακεδονία είναι ελληνική θα με χειροκροτούν; Κι αν πω ότι η Κορέα είναι κινέζικη γιατί θα γελάσουν και θα μου πουν κάποια κρυάδα με τον Τοτό ή για την γκόμενα από την Ταιβάν που γνώρισαν στο facebook; Όχι. Όχι. Όχι, δεν το καταλαβαίνω

Οκ εντάξει, το παραδέχομαι, είμαι μέλος αντεθνικής συνωμοσίας που θέλω να καταστρέψω τον πλανήτη. Ναι, ο πλανήτης με τα έθνη του και τους υπανθρώπους εεεεεε ανθρώπους τους είναι τέλειος και άψογος και πολλά άλλα και χρειάζεται μια φοβερή και τρομερή συνωμοσία για να καταστραφεί, οπότε είπαν να χρησιμοποιήσουν οι κακοί και την υποφαινόμενη σούπερ διάνοια για να ενισχύουν το οπλοστάσιό τους. Μεγάλη μου τιμή. Κι ο επόμενος που θα μου το πει μάλλον θα σκύψω το κεφάλι και θα του πω «ή κόψτο μου ή ράψε το δικό σου». Και ναι, τότε θα χω γίνει και πολύ κακός και αν σηκώσω την μπλούζα όλοι θα δείτε το τατουάζ της κακιάς μυστικής οργάνωσης στην πλάτη. Μπρρρρρρρρρρ. Δηλαδή κάπου εδώ σταματάω κι ο ίδιος να καταλαβαίνω τι λέω. Μάλλον τα γράφω για να δικαιολογήσω τον τίτλο.

Απλά μάλλον μου φαίνεται γελοίο να διαχωρίζομαι από το 99% των υπόλοιπων ανθρώπων (εκτός αν είμαι Κινέζος, αλλά κάτσε, αυτοί είναι Κινέζοι, δεν είναι άνθρωποι), διορθώνω, από το 76% των υπόλοιπων ανθρώπων (έβγαλα περίπου τους Κινέζους, κι ας μη συνεχίσω γιατί θα μείνω μόνος μου) απλά επειδή κάποια χρονική στιγμή κάποιοι αποφάσισαν να κάνουν αφηρημένη τέχνη πάνω σε χάρτες. Είναι σαν να καθορίζω ολόκληρη την ζωή μου από τις μουτζούρες ενός μωρού πάνω στην ατζέντα μου. Και μάλιστα με την παράλογη υπόθεση ότι αυτό το μωρό έχει συζητήσει με άλλα μωρά πριν κάνει τις μουτζούρες, για να πάρουν μαζί την ευθύνη. Δεν το καταλαβαίνω.

Κι όλο αυτό στηρίζεται σε μια θεωρία που λέει ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι διαφορετικοί από τους άλλους λόγω φυλής; Ότι δηλαδή κυλάει στο αίμα τους όχι αίμα, αλλά κάτι βρώμικο; Ότι δεν έχουν αρτηρίες, μόνο φλέβες; Κάτι τέτοιο. Και ταυτόχρονα έχουμε και εμάς, που είμαστε οι καλύτεροι από όλους, και σε εμάς έρχονται πάντοτε οι χειρότεροι, μάλλον επειδή οι μέτριοι μας ζηλεύουν και θέλουν να μας καταστρέψουν. Ώπα ώπα παιδιά, εγώ είμαι εδώ, είπαμε και πριν, εγώ είμαι ο κακός καταστροφέας. Κάτσε όμως, αυτό κάτι μου θυμίζει… αυτή η θεωρία…. Πώς τον έλεγαν να δεις… Πίστλερ; Όχι, όχι, Χλώρερ. Χμμμμμ όχι αυτό… Έλα μωρέ, ένας με μουστάκι. Τέλος πάντων, ξέχνα το. Πάντως αυτουνού το όνομα δεν κάνει κανονικά να το αναφέρουμε. Αυτό κι αν δεν μπορώ να καταλάβω.

Εν τέλει τι είναι ο εθνικισμός… Σαν να μαλώνουν ένα μπιφτέκι και μια μπριζόλα στην ψησταριά για το ποιο είναι καλύτερο. Σόρυ παιδιά, δε θέλω να διακόψω, εγώ θα σας φάω και τα δύο, θα συνεχίσετε τον διάλογο κομμάτια. Εν τέλει δεν παίζει εγώ να μην καταλαβαίνω. Και δε νομίζω εγώ να κάνω τη συνωμοσία. Κάτι άλλο παίζει. Κάποιος κάνει συνωμοσία με τα νεύρα μου. Κάποιος θέλει να με ταράξει. Κάποιος προσπαθεί να με πείσει ότι, αν μάθω μια μέρα ότι έχουμε πόλεμο και πάω στον πόλεμο και βρω απέναντί μου κάποιον που μιλάει σουαχίλι και φοράει την ίδια απαίσια γελοία στολή σε άλλο χρώμα θα πρέπει να τον σκοτώσω επειδή μάλλον δεν είναι στην μόδα, και μετά θα πρέπει να πανηγυρίσω και να προσπαθήσω να κάνω high score και μετά να βρω αυτούς που είναι ωραίοι και μοδάτοι όσο εγώ κι είναι ντυμένοι με τα ίδια καταπληκτικά ρούχα και να πούμε πόσο ωραία ήταν και να κερδίσουμε και μετά να συνεχίσουμε κανονικά σαν να μην έγινε τίποτα, ενώ αν μάθω ότι κάποιος σκοτώνει κάθε μέρα 10.000 παιδάκια, εκτοπίζει ανθρώπους από χωριά, καταστρέφει οικολογικά συστήματα και βγαίνει δημόσια και μιλάει με άλλους εξίσου γλοιώδεις με αυτόν για προβλήματα για τα οποία δεν έχουν ιδέα με σκοπό να τα λύσουν για ανθρώπους για τους οποίους δεν έχουν ιδέα με τρόπους για τους οποίους μόνο αυτοί έχουν ιδέα, τότε θα πρέπει να τον θαυμάσω και να πω «να μπαμπά, έτσι θέλω να γίνω κι εγώ όταν μεγαλώσω». Κάποιος με κάνει να μην καταλαβαίνω.

Μάλλον θα ναι Αλβανός.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Σύντομες σκέψεις για τη δημιουργία του εθνικού κράτους

Αν και ο μειωμένος ελεύθερος χρόνος μου έχει στερήσει τη χαρά της συγγραφής κειμένων σε αυτό το blog, αντιλαμβάνομαι την απώλεια που όλοι εσείς νιώθετε εξαιτίας αυτής μου της συμπεριφοράς, επομένως αποφάσισα να αναρτήσω ένα απόσπασμα από μια εργασία μου, έτσι, για να υπάρξει κίνηση και να δείξω ότι δεν κάθομαι και με σταυρωμένα χέρια. Δεν σας κρατήσω άλλο σε αγωνία, λοιπόν ιδού του λόγου το αληθές:

Οι έννοιες τόσο του έθνους όσο και του συγκεντρωτικού κράτους είναι σχετικά νέες, αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα με καταβολές στον 18ο και τον 19ο αιώνα. Το κράτος ως θεσμός βέβαια ανάγεται με διάφορες μορφές σε παλιότερες εποχές. Με οποιαδήποτε μορφή, το κράτος δεν είναι κάτι που επιβλήθηκε στην κοινωνία από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά αντιθέτως είναι ένας θεσμός επιβεβλημένος από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, ως μια ανεπτυγμένη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, για να ελέγξει αποτελεσματικότερα την παραγωγή.[1] Αυτή την αντίληψη την βλέπουμε και στον Gellner, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για τον καταμερισμό της εργασίας και χωρίς αυτόν τον καταμερισμό δε νοείται η ύπαρξη κράτους.[2] Σύμφωνα με τον Λένιν πάλι «το κράτος είναι προϊόν των α­νει­ρήνευτων (πλαγιασμός στο πρωτότυπο) ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπο­ρούν (στο πρωτ.) αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανειρήνευτες.»[3] Στην ίδια λογική θα πρέπει να εντάξουμε και την εμφάνιση του θεσμού του συγκεντρωτικού, του εθνικού και της κάθε μορφής κράτους.[4]

Η έννοια του έθνους από την άλλη ανάγεται στην εποχή της βιομηχανικής και της γαλλικής επανάστασης. «Το γενέθλιο της πολιτικής ιδέας του έθνους και το έτος γεννήσεως αυτής της νέας συνείδησης είναι το 1789, το έτος της Γαλλικής Επανάστασης» (K. Renner, Staat und Nation).[5] Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πριν από τον 18ο αιώνα κοινότητες με διακριτά χαρακτηριστικά η μία από την άλλη. Η διαφορά έγκειται στην σημασία που δόθηκε στον τονισμό των ομοιοτήτων ή των διαφορών τους σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους, το οποίο εν πολλοίς οδήγησε στην έννοια του εθνικού κράτους. Η σχέση μεταξύ έθνους και κράτους βέβαια είναι πολύπλοκη (και δεν μπορεί να εξεταστεί εξ ολοκλήρου εδώ), διότι είναι μη ρεαλιστικό να προσπαθούμε να ταυτίσουμε απόλυτα ένα κράτος με μια συγκεκριμένη εθνότητα. Αυτό θα σήμαινε την ύπαρξη περιοχών με ομοιογενή εθνολογική σύσταση, πράγμα που δε συναντάται στην εποχή την οποία εξετάζουμε εδώ (19ος-21ος αι.).[6]

Αυτό όμως που μπορούμε να ανιχνεύσουμε είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ της εμφάνισης και ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης και της δημιουργίας του εθνικού κράτους. Κοινώς, το ερώτημα αν η εθνική συνείδηση προϋπάρχει του κράτους ή αν το κράτος είναι αυτό που μέσα στα πλαίσιά του διαμορφώνει τον εθνικισμό (με ουδέτερη έννοια) δεν μπορεί να απαντηθεί μέσω μιας χρονολογικής θέασης των πραγμάτων, αλλά μέσα από την ανάλυση των ιστορικών ορίων του έθνους, του κράτους και του τελικού συνταιριάσματός τους μέσα στο εθνικό κράτος. Στο σημείο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η άποψη του Gellner ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει εθνικισμός (όχι έθνος- σημείωση του συντάκτη) αν δεν υπήρχε το κράτος.[7]

Έτσι λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε τα όρια του κράτους μέσα στο ίδιο το ιστορικό πλαίσιο της λειτουργίας του. Αν πάρουμε το παράδειγμα της προεπαναστατικής Γαλλίας (χώρας που μαζί με την Αγγλία ανέπτυξαν νωρίς το εθνικό συναίσθημα κυρίως μέσα στα πλαίσια του 100ετούς πολέμου) θα δούμε ότι οι βασιλείς της προσπάθησαν σταδιακά με διάφορους τρόπους να προκρίνουν τα κοινά συμφέροντα της εθνότητας σε βάρος των όποιων αντιφάσεων και διαφορών υπήρχαν μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων για οικονομικούς ή άλλους λόγους. Αυτό δείχνει το πώς το κράτος χρησιμοποίησε την έννοια του έθνους ως ένα μέσο συνένωσης ομάδων διαφορετικών συμφερόντων υπό την σκέπη ενός κοινού στοιχείου, επιτελώντας με αυτόν τον τρόπο τον ουσιαστικό σκοπό του θεσμού του κράτους, δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε, τον έλεγχο των εσωτερικών (ταξικών) προβλημάτων. Για να επιτύχει αυτό τον σκοπό το κράτος προχωρούσε (συχνά υπό πιέσεις) στην χορήγηση δικαιωμάτων στους πολίτες του (citizenship), παρέχοντάς τους με αυτόν τον τρόπο όχι απλά μια επίφαση εθνικής συνείδησης, αλλά ενεργό κοινωνικό ρόλο μέσα στα πλαίσια του.[8] Επίσης βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής ήταν η τροφοδότηση του πατριωτισμού μέσα από την αντιπαλότητα προς τον «άλλον», τον ξένο, δηλαδή αυτόν που δεν ήταν από την ίδια πατρίδα. Άλλωστε «δεν υπάρχει κανένας πιο αποτελεσματικός τρόπος για να συνδεθούν τα ξεχωριστά μέρη των ανήσυχων λαών από το να ενωθούν εναντίον των “ξένων”».[9]

Από την άλλη διακρίνουμε ομάδες με κοινή εθνική καταγωγή που όμως εμφανίζονται ως μειονότητες (οι όροι χρησιμοποιούνται κάπως αναχρονιστικά) μέσα σε κράτη ελεγχόμενα από άλλες ισχυρότερες εθνοτικές ομάδες (χαρακτηριστικά φυσικά τα παραδείγματα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Με την άνοδο της αστικής τάξης σε αυτές τις περιοχές των μειονοτήτων, σε συνδυασμό με την επιρροή κινημάτων όπως ο φιλελευθερισμός κι ο ρομαντισμός, έγινε αντιληπτό ότι παρεμβάλλονταν εμπόδια στην ορθολογική οικονομική και πολιτισμική τους ανάπτυξη από το κυρίαρχο κράτος, γεγονός που δημιουργούσε αποσχιστικές τάσεις. Οι τάσεις αυτές δε θα μπορούσαν να εκφραστούν αν δεν υπήρχε η δυνατότητα συγκρότησης ενός νέου κράτους, όπου θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν συνθήκες που θα ευνοούσαν την απρόσκοπτη ανάπτυξη των καταπιεζόμενων μέχρι τότε οικονομικών συμφερόντων αλλά και των λοιπών δραστηριοτήτων. Ούτε βέβαια θα ήταν ρεαλιστικές αν δεν υπήρχε ήδη ένας πληθυσμός με σαφή στοιχεία ετεροπροσδιορισμού έναντι μιας ηγετικής πληθυσμιακής ομάδας. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ελληνική επανάσταση μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περίπτωση των Ελλήνων η εμφάνιση μιας εμπορικής αστικής τάξης άλλαξε τα δεδομένα μετά το τέλος του 18ου αιώνα, καθώς η νέα αυτή τάξη συνειδητοποίησε ότι το μέλλον της δε θα μπορούσε να είναι μέσα στην παρακμάζουσα αυτοκρατορία και αναζήτησε λύσεις στα πλαίσια ενός εθνικού ελληνικού κράτους, πιέζοντας τις καταστάσεις προς τα εκεί, καταστάσεις όμως οι οποίες ήταν ακριβώς θετικές για μια τέτοια κίνηση λόγω της ήδη ως κάποιο βαθμό διαμορφωμένης εθνικής συνείδησης του γηγενούς πληθυσμού.[10]

Φυσικά όταν τέτοιες διακρίσεις δε γίνονταν σε βάρος της αστικής τάξης της μειονότητας ήταν πολύ δυσκολότερο να αναπτυχθεί κάποιο εθνικιστικό κίνημα (π.χ. στην Πολωνία, όπου η Rosa Luxemburg υποτίμησε τον πολωνικό εθνικισμό επειδή η μεγαλοαστική τάξη ήταν «βολεμένη» με την κατάστασή της μέσα στη μεγάλη ρωσική αγορά και δεν επιθυμούσε τη δημιουργία ξεχωριστού, σαφώς μικρότερων δυνατοτήτων, κράτους).[11] Στην περίπτωση αυτή βέβαια ήταν δυνατή η ανάπτυξη ενός μικροαστικού και μεσοαστικού εθνικισμού, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον εθνικισμό ως μέσο αντίθεσης με την άρχουσα ιδεολογία, η οποία εμφάνιζε για λόγους συμφέροντος έναν πολιτισμό, μια γλώσσα, μια θρησκεία κτλ. ως ανώτερα. Για παράδειγμα ο κροατικός εθνικισμός αναπτύχθηκε ενάντια στην ιδεολογία του γιουγκοσλαβισμού ως μια αντίθεση των καταπιεζόμενων κατώτερων τάξεων προς την ανώτερη.[12]

Τα παραπάνω ανταποκρίνονται και στο «πρότυπο του επιτυχημένου εθνικού κινήματος» του M. Hroch. Σύμφωνα με αυτό υπάρχουν τέσσερα σταθερά στοιχεία σε αυτό. «1. Μια κρίση νομιμότητας, συνδεδεμένη με κοινωνικές, ηθικές και πολιτισμικές εντάσεις. 2. Έναν βασικό όγκο κάθετης κοινωνικής κινητικότητας (μερικοί εκπαιδευμένοι άνθρωποι πρέπει να προέρχονται από την μη κυρίαρχη εθνοπολιτισμική ομάδα). 3. Ένα αρκετά υψηλό επίπεδο κοινωνικής επικοινωνίας, περιλαμβάνοντας την εγγραματωσύνη (sic), την εκπαίδευση και τις σχέσεις της αγοράς. 4. Συγκρούσεις συμφερόντων συσχετισμένες με το έθνος».[13]

Είναι λοιπόν σαφές ότι τα κράτη και τα έθνη «αλληλοχρησιμοποιήθηκαν», ώστε να επιβιώσουν, διότι διαφορετικά θα σταματούσαν να υφίστανται κάτω από το βάρος των αντιφάσεων που πήγαζαν από τα ιστορικά τους όρια. Ως υπέρβαση (Aufhebung) των παραπάνω αντιφάσεων εμφανίστηκε το εθνικό κράτος. Αυτό που δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση είναι ότι η μορφή αυτή κοινωνικής- πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης έχει συγκεκριμένες οικονομικές λειτουργίες και παρέχει οικονομικά οφέλη σε μια εθνική ομάδα. Για παράδειγμα η ύπαρξη εθνικού ανεξάρτητου νομίσματος, η σχεδίαση ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής κτλ. δείχνουν σαφώς το πώς η ύπαρξη του εθνικού κράτους ωφελεί εκείνη την εθνότητα που πίεσε για τη δημιουργία του. Με άλλα λόγια, για να πλουτίσει ένα έθνος χρειάζεται ένα επίσημο κράτος.[14]

Αυτή η θέση δεν παραγνωρίζει βέβαια τα υπόλοιπα στοιχεία που παίζουν ρόλο στην γένεση του εθνικού κράτους. Η κλασική φιλοσοφία του διαφωτισμού και των άγγλων οικονομολόγων έδινε βαρύτητα στην κοινή γλώσσα, τη θρησκεία την καταγωγή ή το ιστορικό παρελθόν, δηλαδή σε στοιχεία που προϋπήρχαν και ήταν χρόνιοι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του πληθυσμού.[15] Υπό αυτό το πρίσμα μάλιστα είναι σαφές ότι το εθνικό αίσθημα δεν αναπτύχθηκε σε τόσο διαφορετικές περιοχές και υπό τόσες διαφορετικές συνθήκες απλά ως μια επινόηση κάποιων ατόμων, αλλά ως ένας συνδυασμός πολλών ειδών αντικειμενικών κοινωνικών σχέσεων.[16]

Μια υλιστική όμως προσέγγιση των ιστορικών διαδικασιών αφήνει να διαφανεί ότι αυτές οι συνιστώσες δε θα μπορούσαν να επιδράσουν αν δεν συνέτρεχαν πρακτικοί λόγοι, λόγοι που θα χαν άμεση ή έμμεση σχέση με την ίδια την επιβίωση των ανθρώπων που εμπλέκονται στις διαδικασίες αυτές, άσχετα αν προϋπήρχε σε αυτούς κάποιο κοινό εθνικό αίσθημα ή αν αναπτύχθηκε στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Pierre Vilar άλλωστε, το χαρακτηριστικό του εθνικού λαού είναι ότι αντιπροσωπεύει το κοινό συμφέρον έναντι συγκεκριμένων συμφερόντων, κι αυτό φαίνεται αν δούμε ότι η Ηνωμένες Πολιτείες δεν επαναστάτησαν το 1776 λόγω της εθνικής τους διαφοράς με τους Άγγλους, ενώ η γαλλική Δημοκρατία δέχτηκε στους κόλπους της τον αγγλο- αμερικάνο Thomas Paine.[17]

Εντάξει, παραδέχομαι ότι βγήκε λιγάκι πιο σοβαρό απ' όσο συνηθίζω, αλλά αποφάσισα να μεγαλώσω, να ωριμάσω και να σοβαρευτώ. Ελπίζω να το εκτιμήσετε σε αυτή τη βάση.



[1] Fr. Engels, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους. Στο Φως των Ερευνών του Λ.Χ. Μόργκαν, Αθήνα 1982, σελ. 54-55, σελ. 229-242.

[2] E. Gellner, Έθνη και Εθνικισμός (μετ. Δώρα Λαφαζάνη), Αθήνα 1992, σελ. 18.

[3] V.I. Lenin, Άπαντα, τόμος 33. Κράτος και Επανάσταση, Αθήνα 1986, σελ. 7.

[4] πρβλ., A. D. Smith, The ethnic Origins of Nations, Νέα Υόρκη 1988, σελ. 131-135.

[5] E. Hobsbawm E., Έθνη και Εθνικισμός. Από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, Μύθος, Πραγματικότητα (μετ. Χρυσ. Νάντρις), Αθήνα 1994, σελ. 144.

[6] στο ίδιο, σελ. 31-32.

[7] E. Gellner, ο.π., σελ. 18-21.

[8] A. D. Smith, ο.π., σελ. 136-137.

[9] E. Hobsbawm , ο.π., σελ. 130-131.

[10] Ν. Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Αθήνα 1982, σελ. 219-236.

[11] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 165.

[12] στο ίδιο, σελ. 166-170.

[13] M. Hroch, T. M. Nicolaeva, Εθνικό Κίνημα και Βαλκάνια: από το εθνικό Κίνημα στην εθνική Ολοκλήρωση, Αθήνα 1996, σελ. 36-37.

[14] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 46-47.

[15] στο ίδιο, σελ. 36.

[16], M. Hroch, ο.π., σελ. 19-20.

[17] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 36.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Μυαλά υπό κατάληψη

Εμμέσω κοινωνικής ταραχής, η οποία μάλιστα επεκτάθηκε και σε μια επίθεση ενάντια στην παιδεία, ο ιστότοπός μας, πάντα πρώτος στα μεγάλα γεγονότα, έρχεται να δώσει το δικό του στίγμα και την δική του άποψη πάνω στο θέμα των κατειλημμένων πανεπιστημίων και της όλης διαμάχης που εκτυλίσσεται την συγκεκριμένη περίοδο μεταξύ των φοιτητών (διαμάχες βέβαια υπάρχουν και μεταξύ διαφόρων άλλων χώρων, αλλά θα ήταν καλύτερο να μην ασχοληθούμε με αυτά και να επικεντρωθούμε αμιγώς στο θέμα των καταλήψεων).

Κάνοντας αναφορά σε κάποιες από τις βασικότερες διατάξεις του νέου νόμου που ψηφίστηκε από το δημοκρατικότατο ελληνικό κοινοβούλιο, το οποίο τυγχάνει να χαίρει της πλήρους έγκρισης του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας (ειδικά με τα τελευταία φιλολαϊκά μέτρα που έχει καταθέσει), θα προσπαθήσω να θίξω κάποιες γενικότερες παραμέτρους που προσωπικά νομίζω ότι είναι σημαίνουσες.

Κάθε νόμος και γενικότερα κάθε πολιτική, πέρα από τις συγκεκριμένες διατάξεις που ορίζει μέσα από τα κείμενά της και τα οποία ασκούν μια άμεση επίδραση στον χώρο προς τον οποίο προσανατολίζονται, έχει και μια άλλη αξία. Αυτή η έμμεση αξία έχει να κάνει με το ιδεολογικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες γραμμές που ορίζει. Αυτό σημαίνει ότι η εκάστοτε πολιτική δεν έρχεται να πέσει ως διά μαγείας σε λιμνάζοντα νερά και να ταράξει για μικρό χρονικό διάστημα μια περιοχή γύρω από το σημείο πτώσης της. Πολύ περισσότερο δημιουργεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε να «χτίσει» ένα συνειδησιακό πλαίσιο, το οποίο έχει ένα σημείο εκκίνησής, τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζεται, και τελικό σκοπό, ο οποίος καθορίζεται από την νοοτροπία την οποία προωθεί (νοοτροπία που προφανώς πηγάζει από τα διάφορα συμφέροντα που επιθυμεί να εξυπηρετήσει).

Πώς εκφράζεται αυτό μέσα από τον νέο νόμο του υπουργείο παιδείας; Με κομψότατες διατυπώσεις γίνεται προσπάθεια να υποβαθμιστεί ο ρόλος του φοιτητή ως ενεργού πολίτη, ως συνειδητοποιημένου επιστήμονα, ως κοινωνικού ανθρώπου. Η παράγραφος για το γνωστότατο «ν+2» δεν είναι απλά μία διάταξη που περιορίζει τον χρόνο φοίτησης. Μέσα στο εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο κινείται είναι μια σαφής προσπάθεια να διαιωνίσει μια απαράδεκτη σχολική νοοτροπία, η οποία καλλιεργείται από τις τάξεις του δημοτικού και η οποία δεν αντιμετωπίζει τον μαθητή ή σπουδαστή ως άτομο με συγκεκριμένες νοητικές ικανότητες και συγκεκριμένο κοινωνικό υπόβαθρο, αλλά ως ένα είδος ρομπότ, που ως μόνη λειτουργία έχει την όσο τη δυνατόν γρηγορότερη έξοδό του από τον εκπαιδευτικό χώρο, για να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, είτε ενεργητικά (ως εργαζόμενος) είτε παθητικά (ως άνεργος) στις νεοφιλελεύθερες πλέον συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς. Διότι αυτός ο περιορισμός δεν είναι ένας καλοπροαίρετος τρόπος να πιεστεί ο φοιτητής να ασχοληθεί περισσότερο με τις σπουδές του. Αν το υπουργείο παιδείας επιδίωκε κάτι τέτοιο θα έπαιρνε μέτρα, ώστε να βελτιώσει το σύστημα εισαγωγής των μαθητών στο πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις σπουδές τους και να τελειώνουν γρηγορότερα και θα έκανε παράλληλα προσπάθειες να βελτιώσει το πρόγραμμα σπουδών, να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους στο πανεπιστήμιο και κατ’ επέκταση να δώσει κίνητρα στους φοιτητές να ασχοληθούν με μεγαλύτερο επιστημονικό ζήλο πάνω σε αντικείμενα που θα τους ενδιέφεραν.

Αντ’αυτού όμως παρατηρούμε να παίρνονται μέτρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο μόνος τρόπος να διαφυλαχτεί η πραγματική επιστημονικότητα του πανεπιστημίου είναι να αντιμετωπίζονται οι σπουδαστές του ως ώριμοι άνθρωποι, άνθρωποι οι οποίοι γνωρίζουν τι θέλουν και σκοπεύουν να το ολοκληρώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αν αυτό δεν ισχύει, που σαφώς δεν ισχύει, δεν είναι πρόβλημα του χρόνου φοίτησης (μήπως αν διαγραφούν θα ξέρουν περισσότερα πράγματα; Το θέμα με την παιδεία είναι να δημιουργήσει μορφωμένους ανθρώπους ή να εξοστρακίζει τους μη μορφωμένους;), αλλά αντιθέτως αποτελεί ζήτημα προς επίλυση πολύ πιο νευραλγικών στοιχείων της εκπαίδευσης, στοιχείων που μπορούν να εντοπιστούν μόνο στην βάση της, και ακόμα περισσότερο στην κοινωνική βάση και στο ποιες εν τέλει είναι οι κοινωνικές προτεραιότητες.

Το ίδιο συμπέρασμα μπορεί να βγει και από τη νέα ρύθμιση του ασύλου. Και επειδή πολλές φορές ακούγεται η προάσπιση του ασύλου ως άσυλο ιδεών και όχι ως άσυλο γενικά, η ερώτηση που θα ήθελα να θέσω είναι τι είδους ιδέες περιμένουμε από ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο. Περιμένουμε νέες ιδέες που θα ανοίξουν νέους δρόμους στην ανθρώπινη εξέλιξη ή μια ανακύκλωση των ίδιων ιδεών, διατυπωμένων με διαφορετικό τρόπο, ιδεών που ανταποκρίνονται και θα ανταποκρίνονται στις επιταγές της ίδιας και απαράλλαχτης κοινωνίας που εν τέλει θα δημιουργηθεί (και ήδη δημιουργείται); Τι σημαίνει άσυλο ιδεών, σε ένα χώρο όπου οποιαδήποτε ιδέα αντίθετη προς την καθεστηκυία τάξη θα μπορεί να καταστέλλεται από κρατικούς μηχανισμούς; Η κοινωνική πρόοδος επετεύχθη ανά τις χιλιετίες από ανατρεπτικές και όχι από συμβατικές απόψεις, και αυτές τις πρώτες είναι που φοβάται κάθε σύστημα εξουσίας και θέλει με κάθε τρόπο να εμποδίσει. Η απουσία του ασύλου το μόνο που διασφαλίζει είναι το γερό γάντζωμα της σημερινής άρχουσας εκμεταλλευτικής τάξης στη θέση της, χωρίς τον φόβο διατύπωσης νέων ιδεών, για πολλά χρόνια ακόμα, δηλαδή την παύση κάθε προοδευτικής αλλαγής.

Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, την εγκληματικότητα μέσα στο πανεπιστήμιο, θεωρώ ότι θα υποτιμούσα τη νοημοσύνη σας αν έκανα εκτενή αναφορά στο κατά πόσο τελικά το άσυλο ή η ίδια η κοινωνία με τα χάσματα και τις αδικίες που δημιουργεί είναι υπεύθυνη για τα διάφορα αυτά αρνητικά κρούσματα, αποκρυστάλλωση βαθύτερων προβλημάτων μέσα στο ίδιο το σύστημα και όχι μια απλή εξαίρεση που λαμβάνει χώρα στον μοναδικό μέχρι πρότινος απροσπέλαστο για την αστυνομία χώρο.

Άλλα θέματα που έχουν τεθεί, όπως τα δίδακτρα (τα οποία ναι, όσο και αν δεν το πιστεύετε ισχύουν, μην περιμένετε να το δείτε στην πράξη για να το πιστέψετε, αυτοδιαχείριση του πανεπιστημίου και μειωμένες κρατικές δαπάνες σημαίνουν δίδακτρα!), οι ιδιώτες που θα μπορούν να χρηματοδοτούν έρευνες και να τις κατευθύνουν κατά βούληση, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των ακαδημαϊκών με βάση ποσοτικά κριτήρια (αν είναι ποτέ δυνατόν) και άλλα τέτοια τραγελαφικά που περικλείει ο νόμος πραγματικά τα αφήνω στην κρίση του καθενός να κατανοήσει αν είναι θετικά για την παιδεία ή αρνητικά (ε ναι, δε θα φάμε κι όλη την μέρα μας εδώ, έχουμε να δούμε και ειδήσεις).

Αν βέβαια διαφωνείτε με όλα αυτά και θεωρείται ότι ο νέος νόμος είναι τέλειος και υπέροχος και βελτιώνει σαφέστατα το άθλιο πανεπιστήμιο του παρελθόντος (για το οποίο κακώς δεν είχαμε γράψει κάτι προηγουμένως, ήταν όντως άθλιο και χρειαζόταν όντως αλλαγές), τότε μπορείτε να σταματήσετε εδώ την ανάγνωση, γιατί εδώ αλλάζουμε ενότητα και περνάμε στο φρικαλέο και ανατριχιαστικό θέμα που ονομάζεται κατάληψη.

Όσοι λοιπόν συνεχίζετε, έχω να προσθέσω ένα ακόμα επιχείρημα ενάντια σε αυτό το νόμο (έκπληξη!! Δεν το περιμένατε). Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει πλέον κάθε ελπίδα για να παλέψουν και να βελτιώσουν την κοινωνία τους, το ότι έχουν παραδοθεί σε μια κατ’ επίφαση αίσθηση του ότι έχουν βολευτεί και αρνούνται να δουν οτιδήποτε πέρα από την μικροκοινωνία τους είναι σαφέστατα ένα φαινόμενο που πηγάζει από την παιδεία μας (όπως άλλωστε και τα πάντα μιλώντας για παιδεία με το γενικό της νόημα). Υπάρχει λοιπόν η τάση να δημιουργηθούν μέσα στο σημερινό σύστημα άνθρωποι χωρίς διάθεση να αγωνιστούν. Και για να μην χρονοτριβώ με ταυτολογίες, αν κάποιος δει το νέο νόμο μέσα από αυτό το πρίσμα, αποκλείεται να μην εντοπίσει το πώς αυτές οι ήδη υπάρχουσες τάσεις ενισχύονται κατάφορα εις βάρος φυσικά της τόσο σημαντικής κριτικής σκέψης και πνευματικής εγρήγορσης, χαρακτηριστικών που οφείλει να χει κάθε συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Με βάση όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι ο νόμος αυτός πρέπει να ανατραπεί. Το ζήτημα που μπαίνει τώρα είναι ποια μορφή αγώνα είναι η ορθότερη, ώστε να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος.

Ως προς τις καταλήψεις λοιπόν ως μορφή αγώνα (ε εν τέλει αυτό ήταν και το θέμα μας, μην αναλωνόμαστε τζάμπα με άσχετα πράγματα) δε νομίζω ότι καθαυτές πετυχαίνουν κάτι. Πρώτον όμως και σημαντικότερο δημιουργούν συσπείρωση. Εννοώ με αυτό ότι χτυπώντας την καθημερινότητα του φοιτητή αυτός αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με τις καταστάσεις που δημιουργούνται. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί δεν μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του συνειδητά αν πρώτα δεν καταλάβει ότι κάτι αλλάζει, ότι κάτι καινούριο υπάρχει, είτε θετικό είτε αρνητικό. Η κατάληψη δημιουργεί την απαραίτητη για κάθε αγώνα απεμπλοκή από την καθημερινότητα, αναγκάζει τους ανθρώπους να δουν ότι κάτι συμβαίνει. Σε κανέναν (σχεδόν) δεν αρέσει να χάνει μαθήματα εξεταστικής ή παραδόσεις εξαμήνου. Για το ότι χάνονται μαθήματα και επίσης πολύτιμος χρόνος για την φοίτηση αλλά και τη ζωή των σπουδαστών όμως δε φταίει η άμυνα των φοιτητών, η κατάληψη δηλαδή, αλλά η επίθεση του υπουργείου. Αποτέλεσμα αυτής της συσπείρωσης είναι η εξάπλωση της διαμαρτυρίας και σε άλλες μορφές. Ουσιαστικά, από τη στιγμή που μια κατάληψη ξεκινήσει να αποκτά μια μαζική δυναμικότητα, οφείλει πρώτον να τη διασφαλίσει με τη συνέχειά της και δεύτερον να κλιμακώσει την αντίδρασή της δημιουργώντας νέα μέτωπα δράσης, όπως πορείες, συζητήσεις και όλα τα υπόλοιπα γνωστά μέσα πίεσης. Είναι λοιπόν ένα απαραίτητο στάδιο το οποίο δημιουργεί το κατεξοχήν εφαλτήριο των αγώνων.

Ειδομένη από αυτή την άποψη νομίζω ότι μια κατάληψη επιτυγχάνει αυτό που κανένας άλλος τρόπος διαμαρτυρίας δεν μπορεί να επιτύχει. Την προσφορά της δυνατότητας να συνδυαστούν αποτελεσματικά όλοι οι τρόποι που μια απογοητευμένη και εξεγερμένη κοινωνία έχει ενάντια σε ένα σύστημα που καταφανώς την εκμεταλλεύεται και την καταπιέζει. Αυτό που εν τέλει οφείλουμε να σκεφτούμε είναι ότι αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε είναι η αξιοπρέπειά μας (όχι η ατομική αλλά η συλλογική). Κι αυτό προϋποθέτει τόσο έναν αγώνα για την διεκδίκηση μιας καλύτερης παιδείας, που θα δημιουργεί ανθρώπους που θα έχουν αυτή την αξιοπρέπεια και δε θα είναι υποταγμένοι (ας σταματήσουμε να βλέπουμε το κοντόφθαλμο οικονομικό συμφέρον, θεωρώντας το πανάκεια των κοινωνικών προβλημάτων και ας αναλογιστούμε πόσο ευεργετική θα είναι μακροπρόθεσμα μια ουσιαστική βελτίωση της εκπαίδευσής μας), όσο και μια αξιοπρέπεια σε αυτόν τον ίδιο τον αγώνα.