Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Οικογενειακές ιστορίες

Νιώθω βαθιά συγκίνηση, καθώς έχω την χαρά και την τιμή να γράψω αυτό το κείμενο κατόπιν παραγγελίας. Και η συγκίνησή μου είναι μεγάλη, διότι βλέπω σε αυτό το γεγονός την εμπιστοσύνη που εσείς, οι χιλιάδες αναγνώστες μου, τρέφεται προς το πρόσωπό μου, καλώντας με να σχολιάσω δικά σας καθημερινά προβλήματα με την ταπεινή μου πένα- πληκτρολόγιο. Αν δυσκολεύεστε να ξεχωρίσετε το σοβαρό από το αστείο, τότε σας προτείνω απλά να θέσετε την φαντασία σας σε πλήρη λειτουργία και η απορία θα χαθεί ως διά μαγείας.

Και τι άλλο θέμα μπορεί να περιμένατε μετά από αυτόν τον αποκαλυπτικό και εξαιρετικά πετυχημένο τίτλο, αν όχι κάτι για την οικογένεια. Και φυσικά δεν πέσατε έξω. Δεν ήταν κάποιου είδους παγίδα, ούτε διαφημιστικό τρικ για να προσελκύσω το ενδιαφέρον σας, το περιεχόμενο του κειμένου ανταποκρίνεται (σχεδόν) πλήρως στις απαιτήσεις που ενδόμυχα σας δημιουργήθηκαν, όταν το μάτι σας έπεσε πάνω σε τούτο εδώ το κατεβατό.

Η οικογένεια είναι ένας θεσμός, που ιστορικά τοποθετείται στις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Όχι πάντα με την σημερινή της μορφή, άλλοτε σε προταξικές αγελαίες κοινωνίες, αργότερα σε εκτεταμένες φατρίες-σόγια μέχρι την σημερινή (μικρο-)αστική πυρηνική οικογένεια. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις θεμελιώδεις αλλαγές στην μορφή της οικογένειας, που προφανώς επηρεάζουν και την ουσία της, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν κατεξοχήν σταθερό και αμετάβλητο θεσμό. Βέβαια ο άνθρωπος, ως ον συνδεδεμένο με την φύση του και ως ύπαρξη που επιδιώκει την επιβίωσή της μέσω της αναπαραγωγής, δεν μπορεί να αποφύγει την οικογένεια (ως είδος, όχι μεμονωμένα) στις στοιχειώδεις εκφάνσεις της, στην ύπαρξη δηλαδή ενός ζεύγους αρσενικού θηλυκού και του καρπού ή καρπών της μεταξύ τους συνεύρεσης.

Από κει και ύστερα όμως, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια υποχρεωτική συμβίωση των στοιχείων αυτών με τον τρόπο που γνωρίζουμε σήμερα. Το να μιλήσουμε για τα διαζύγια από ηθικής ή κοινωνικής απόψεως δεν είναι της παρούσης, αλλά τέτοιου είδους μεταβολές που βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα στον ίδιο τον θεσμό της οικογένειας θα έπρεπε τουλάχιστον να μας κάνουν σκεπτικούς πάνω στο αν και κατά πόσον αυτή η κοινωνική «σύμβαση, υποχρέωση» ή αυτή η ευτυχία, το νόημα της ζωής κτλ. είναι όντως κάτι το νομοτελειακό. Και μόνο παρατηρώντας την εξέλιξη του φαινομένου στην πορεία του χρόνου θα πρέπει να ναι αρκετό, ώστε να δούμε την ύπαρξη της οικογένειας ως κάτι συνεχώς μεταλλασσόμενο, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλα τα γεγονότα της ζωής μας.

Όταν λοιπόν η οικογένεια μεταβάλλεται, οι κανόνες που την διέπουν θα μείνουν ίδιοι και σταθεροί ή θα μεταβληθούν αναλογικά; Αν δεν θέλουμε να μιλάμε για έναν συντηρητικό θεσμό, τότε η δεύτερη απάντηση φαντάζει μάλλον προφανής. Είναι λοιπόν καλό να ξεχαστούν από τους γονείς εκφράσεις του τύπου «εμένα ο πατέρας, θείος, κουνιάδος, ξάδελφος, μπατζανάκης έκανε αυτό» ή «εμείς στην εποχή μας ξέραμε αυτό» κτλ. Και αν αυτοί οι αναχρονισμοί είναι καταδικαστέοι ούτως ή άλλως και κανείς δεν αμφιβάλλει για την αποπομπή τους από τις συμπεριφορές μας στον 21ο αιώνα, ίσως θα έπρεπε να αναλογιστούμε και το τι γίνεται με τα διάφορα «πρέπει», τις διάφορες υποχρεώσεις που η οικογένεια αναμένει από τα μέλη της.

Ποια είναι η αιτία που έχει δημιουργήσει αυτές τις υποχρεώσεις, ποιες είναι δηλαδή οι καταβολές τους; Προφανώς τα κατάλοιπα του παρελθόντος. Οι ηθικές αξίες που δημιουργούνται έχοντας ως πλαίσιό τους την οικογενειακή ζωή κι ως στόχο τους την οικογενειακή ευτυχία είναι συνεπώς ευάλωτες σε κριτική. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να εξοβελίσουμε δια μιας όλες τις ηθικές αξίες που έχουν εκκολαφθεί σε διάστημα αιώνων μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να τις εξετάσουμε κριτικά, μέσα στο όλο κοινωνικό σύστημα και να δούμε τι αξίζει να κρατήσουμε και τι θα πρέπει να απορρίψουμε ως τροχοπέδη στην πορεία προς την περαιτέρω ανάπτυξη.

Σε αυτό το γενικό πλαίσιο θα μπορούσαμε να εντάξουμε πολλές περιπτώσεις που θα λειτουργούσαν ως διαφωτιστικά ή και όχι τόσο διαφωτιστικά παραδείγματα, για να αποδειχτεί και έμπρακτα η παραπάνω θέση. Δε χρειάζεται να αναλωθούμε σε αυτά, άλλωστε το κείμενο δεν έχει «ατράνταχτα αποδεικτικό» χαρακτήρα αλλά είναι μάλλον μια αφορμή για περαιτέρω σκέψη. Ας εξετάσουμε λοιπόν γενικά το ζήτημα των ηθικών υποχρεώσεων που ο καθένας από μας έχει απέναντι στην οικογένειά του.

Φυσικά, μιλώντας για ανθρώπινα όντα δεν μπορούμε να βυθιζόμαστε στον «σκληρό ορθολογισμό» βάζοντας κατά μέρος τον συναισθηματικό κόσμο. Το αίσθημα της αγάπης και της αλληλεγγύης που διαμορφώνεται αναπόφευκτα μέσα στον κύκλο της οικογένειας παίζει σαφέστατο ρόλο ως προς τα όρια των υποχρεώσεων που προαναφέραμε. Αν όμως παραστρατήσουμε λιγάκι από την πεπατημένη εξήγηση περί συναισθημάτων, μπορούμε να τα δούμε ως ένα κοινωνικό φαινόμενο που λαμβάνει χώρα σε μια συλλογικότητα, έστω και με την περιορισμένη μορφή της οικογένειας. Τι διαστάσεις μπορεί να προσδώσει αυτό στην οριοθέτηση των «πρέπει»;

Μιλώντας για αλληλεγγύη οφείλουμε κατά πρώτο λόγο να σκεφτούμε την κατανόηση. Όσο κι αν πολλές είναι οι φορές που αυτά τα δύο έρχονται σε σύγκρουση, η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Η κατανόηση μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, όπως και μεταξύ των μελών οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς δεσμούς, είναι απαραίτητη προϋπόθεση συμβίωσης. Δεν μπορείς να αγαπάς κάποιον πραγματικά αν δεν τον καταλαβαίνεις (μπορείς να το κάνεις παθολογικά, αλλά πόσο αυτό είναι υγειές συναίσθημα, ακόμα και στα πλαίσια της σχέσης γονέα- παιδιού;). Ούτε μπορείς να είσαι αλληλέγγυος όταν δεν είσαι σε θέση να κρίνεις τις ενέργειές του άλλου με βάση τα δικά του και όχι τα δικά σου «θέλω».

Αυτό που πολλές φορές αρνούμαστε να δούμε στην σημερινή κοινωνία, όπως έχει διαμορφωθεί και για όποιους λόγους έχει καταλήξει έτσι, είναι ότι ο άλλος άνθρωπος, πόσο μάλλον ένα συγγενικό ή κοντινό μας πρόσωπο, δεν είναι το σύνορο της προσωπικότητάς μας, δεν είναι κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο από εμάς, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για τους δικούς μας στόχους, αλλιώς καταλήγει να ναι απλά αντίπαλος. Ο άλλος άνθρωπος, ο γιος, η κόρη, ο ανιψιός και σε πολλές περιπτώσεις, όσο κι αν δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, ο γείτονας ή ο άγνωστος είναι μέλη της κοινωνίας στην οποία ζούμε όλοι, επομένως είναι εν πολλοίς κομμάτι του εαυτού μας. Ο άνθρωπος μεγαλώνει και αναπτύσσει την προσωπικότητά του μέσα στην κοινωνία, όχι κάπου έξω από αυτήν, αλληλεπιδρά με αυτήν και διαμορφώνει τις αντιλήψεις του και τις συμπεριφορές του. Η κοινωνία όμως είμαστε εμείς, οι ίδιοι οι άνθρωποι, επομένως δεν μπορούμε να θέτουμε ως θέμα την σύγκρουση του ανθρώπου με τους άλλους ανθρώπους και κατ’ επέκταση με το κοινωνικό του περιβάλλον, διότι τότε υπονοούμε και την προσωπική σύγκρουση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης, με τα θετικά και τα αρνητικά που ο καθένας μπορεί να βλέπει, δεν είναι φυσικά κεκτημένο στην σημερινή ανθρώπινη ζωή. Στον πυρήνα της όμως, στην οικογένεια, οι τάσεις αυτές είναι εύκολα και ευνόητα διακριτές. Επομένως το ερώτημα ως προς αυτόν τον κοινωνικό θεσμό γίνεται επιτακτικό. Πώς θα πάρουν σάρκα και οστά αυτές οι ανθρώπινες αξίες που θα οδηγήσουν σε μείωση των συγκρουσιακών- ανταγωνιστικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια; Αυτό θα επιτευχθεί, κατά την γνώμη μου, μόνο όταν οι γονείς (κυρίως, αλλά φυσικά και τα παιδιά) πάψουν να βλέπουν στα παιδιά τους το μέσο για την ολοκλήρωση των δικών τους προσωπικοτήτων, όταν κατανοήσουν και αποδεχθούν την ξεχωριστή προσωπικότητα του καθενός. Και όταν συμβεί αυτό, δε θα μπορούμε πλέον να κάνουμε λόγο για υποχρεώσεις μέσα στην οικογένεια, αλλά μόνο για δικαιώματα, δικαιώματα που θα είναι κεκτημένο ανθρώπων με συλλογική συνείδηση, ανθρώπων που δε θα καταχράζονται αυτές τους τις «ελευθερίες» προς ατομικό, αλλά θα τις αξιοποιούν προς συλλογικό όφελος (τουλάχιστον συλλογικό ως προς τα οικογενειακά μέλη). Όταν όμως η πίεση για την διαρκή εκπλήρωση υποχρεώσεων, υποχρεώσεων που φαντάζουν βάρος, είναι παρούσα και υποδηλώνει τον καταναγκαστικό χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων, τότε είναι αναμενόμενο ότι οι πραγματικές συνθήκες για την ανάπτυξη ενός τέτοιου περιβάλλοντος είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη.

Αυτή η πίεση είναι φυσικά απόρροια της έλλειψης εμπιστοσύνης. Για οποιονδήποτε λόγο και αν καλλιεργείται ένα τέτοιο αίσθημα, οι λόγοι μπορούν εύκολα σχετικά να εντοπιστούν μέσα στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις. Η απώλεια της εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τον πόθο του σημερινού ανθρώπου να αποδειχτεί ικανός στον ίδιο του τον εαυτό, από την στιγμή που οι εργασιακές σχέσεις και κατ’ επέκταση οι κοινωνικές συνθήκες δεν του το επιτρέπουν, οδηγεί σε αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές προσπάθειας επιβολής όχι απλά ενός γονικού ελέγχου αλλά μιας ολόκληρης γονικής νοοτροπίας, που δεν λαμβάνει υπ όψιν πρώτον τις συγκεκριμένες καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το παιδί, διαφορετικές από αυτές στις οποίες ο ίδιος κλήθηκε να ανταπεξέλθει, και δεύτερον τα συγκεκριμένα προσόντα- χαρίσματα- ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του ίδιου του παιδιού. Οι γονείς, σε μια προσπάθεια να αποδείξουν την αξία τους θεωρούν ότι είναι παντογνώστες, τουλάχιστον σε θέματα σχετικά με την καθοδήγηση της νεότερης γενιάς, διαμορφώνουν δεδομένες σχέσεις ιδιοκτησίας απέναντι στο παιδί τους, ξεχνώντας την ανθρώπινη υπόστασή του, και καταφεύγουν στην χρήση ψυχολογικής βίας (για να μην αναφερθούμε σε φαινόμενα σωματικής βίας, που θεωρώ εκ προοιμίου κατακριτέα) με σκοπό την συνεχή βελτίωση του ανθρώπου αυτού, όχι με βάση τα δικά του αλλά με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Με αυτό δεν εννοώ ότι υπάρχει κάποια παγκόσμια συνομωσία γονέων που προσπαθούν να χειραγωγήσουν την νέα γενιά. Θέλω να καταστήσω όμως σαφές το πώς η σημερινή κοινωνία και οι αρνητικές ιδιαιτερότητές της διαμορφώνουν τέτοιους χαρακτήρες, στους οποίους η νοοτροπία που οδηγεί στην κατανόηση των υπολοίπων ανθρώπινων όντων και στην άρση των εγωιστικών τάσεων προς όφελος των άλλων βρίσκεται σε παράλογα εμβρυακό στάδιο, με αποτέλεσμα να βλάπτουν ακόμα και τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς τους. Και να μην ξεχνάμε ότι αυτό οδηγεί σε αντίρροπα αρχικά και ανάλογα αργότερα αποτελέσματα, δηλαδή εκ πρώτης όψεως οδηγεί σε εγωκεντρική και αδιάφορη συμπεριφορά του παιδιού απέναντι στους γονείς του, σε μια προσπάθεια υποβολής (αν θεωρήσουμε την επιβολή αδύνατη) των δικών του «θέλω», ακόμα και σε βάρος των συνολικών αναγκών, και δεύτερον καταλήγει φυσικά στην δημιουργία ενός γονιού με τα ίδια κατάλοιπα που θα τον οδηγήσουν σε ίδιες ή παρόμοιες συμπεριφορές απέναντι στα παιδιά του, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δύσκολα μπορεί να βρεθεί κάποια διέξοδος.

Καταλήγοντας θα ήθελα να τονίσω ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση επιχειρήθηκε να γίνει χωρίς ιδεαλιστικές- ουτοπιστικές τάσεις και σκέψεις. Δεν αφορίζω τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να έχει οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα ούτε και τα γεγονότα που ούτως ή άλλως επενεργούν πάνω στους ανθρώπους και τους οδηγούν σε αυτές ή εκείνες τις συμπεριφορές. Απλά προσπάθησα να αναδείξω το πρόβλημα της έλλειψης βασικών «αλτρουιστικών» σχέσεων που παρατηρούνται δυστυχώς ανάμεσα και σε μέλη τόσο στενά συνδεδεμένων συνόλων, όχι να το επεξηγήσω ολοκληρωτικά, αλλά να ασκήσω μια πολεμική σε βάρος των προκαταλήψεων που υπάρχουν για την σημερινή οικογένεια και να εντοπίσω κάποιες βασικές αιτίες του φαινομένου αυτού.

«Επιστημονική απόπειρα»

Δεν ξέρω καν αν είμαι έτοιμος να καταπιαστώ με το θέμα με το οποίο επέλεξα να ασχοληθώ. Βέβαια από την άλλη κανένα θέμα που επιλέγω δεν είμαι σίγουρος ότι το κατέχω, αλλά όπως άλλωστε έχει ειπωθεί και από πολλούς πριν από μένα, για να είσαι συγγραφέας πρέπει πάνω από όλα να γράφεις. Όχι ότι εγώ είμαι συγγραφέας, αλλά φαντάζομαι αντιλαμβάνεστε τι εννοώ. Θα προσπαθήσω λοιπόν με σχετική σαφήνεια (όποια σαφήνεια μπορώ να προσδώσω στα γραπτά μου, είναι και θέμα ταλέντου μερικές φορές) να μιλήσω περιληπτικά και ομολογουμένως με ελάχιστη αυτοπεποίθηση για ένα θέμα που με απασχολεί προσωπικά και φαντάζομαι με κατατάσσει σε μια μειοψηφία πάνω σε αυτόν εδώ τον πλανήτη.

Ποιο είναι λοιπόν αυτό το θέμα για το οποίο χρειάστηκε να αφιερώσω έναν τέτοιον απολογητικό πρόλογο; Σίγουρα η αγωνία σας θα έχει κορυφωθεί και δύσκολα θα αντέχατε πολλές ακόμα προτάσεις χωρίς να το μάθετε. Θα ήθελα λοιπόν να γράψω για την ιστορία. Οποία πρωτοτυπία, ξέρω εντυπωσιαστήκατε. Το αντικείμενο λοιπόν αφορά το τι είναι τέλος πάντων η ιστορία, και μάλιστα η ιστορία ως επιστήμη. Θα καταθέσω την δική μου σχετικά ασήμαντη ερασιτεχνική άποψη επί του θέματος, έτοιμος να δεχτώ οποιαδήποτε κριτική. Άλλωστε δεν σκοπεύω να αναλύσω το συγκεκριμένο θέμα διεξοδικά, απλά να καταθέσω κάποιες σκέψεις μου, οι οποίες ελπίζω να είναι ενδιαφέρουσες, άσχετα αν είναι απόλυτα σωστές ή κραυγαλέα λανθασμένες.

Αν ο τίτλος του κειμένου δεν ήταν μέσα σε εισαγωγικά θα είχα την υποχρέωση, ως σοβαρός ερευνητής, να παραθέσω πλήθος βιβλιογραφίας στο τέλος, πράγμα που ναι μεν θα ταίριαζε στις επιστημονικές απαιτήσεις, αλλά δεν γνωρίζω αν συνάδει με τον σκοπό του παρόντος κειμένου. Επίσης ίσως να έπρεπε να αναφερθώ με λεπτομέρειες σε συγκεκριμένες ιστορικές σχολές, την γερμανική θετικιστική-ιστορικιστική, την μαρξιστική, την γαλλική σχολή των «Annales», τον μεταμοντερνισμό και την μικροιστορία και διάφορα άλλα κινήματα που επηρέασαν τον ιστορικό τρόπο σκέψης τους 2 τελευταίους αιώνες. Ακόμα θα έπρεπε πιθανόν να εκφραστώ με συγκεκριμένο τρόπο για να αναδείξω την δική μου προτίμηση και να προσπαθήσω να αποδείξω την ορθότητά της. Αυτά όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν αποτελούν στόχο μου στην παρούσα φάση, όχι επειδή δεν έχω χρόνο ή διάθεση, αλλά επειδή δεν πιστεύω ότι έχω τις απαραίτητες γνώσεις αλλά και την απαραίτητη μεταδοτικότητα για να παράσχω και αυτές που διαθέτω. Εκ των πραγμάτων λοιπόν θα αντιμετωπίσω το θέμα επιφανειακά, προσμένοντας την κατανόησή σας.

Η σχολική εμπειρία των περισσοτέρων από μας μας έχει διδάξει ότι η ιστορία είναι το παρελθόν. Όπου ιστορία βλέπε παλιό, βλέπε ημερομηνίες, βλέπε ονόματα, βλέπε παπαγαλία. Όπου ιστορία θα μάθουμε κάτι που δεν μας απασχολεί σήμερα, θα μάθουμε το παρελθόν μας, θα μάθουμε να είμαστε περήφανοι και θα μάθουμε από τα λάθη των παλιών για να γίνουμε εμείς οι αλάνθαστοι καινούριοι. Κάπως έτσι θα σκιαγραφούσε κάποιος συνοπτικά την εικόνα της ιστορίας που έχει ο μέσος πολίτης, τουλάχιστον στον δυτικό «πολιτισμό» (για τους άλλους πολιτισμούς οφείλω μετά λύπης να ομολογήσω την πλήρη έλλειψη γνώσεων). Τώρα αν μιλήσουμε για επιστήμη της ιστορίας, σαφώς, βεβαίως ναι υπάρχει, αλλά είναι κάτι απροσδιόριστο, άλλωστε τι να τα κάνουμε τα επιχειρήματα, για να υπάρχει στο πανεπιστήμιο κάτι θα χρειάζεται.

Ομολογώ ότι το συγκεκριμένο σκεπτικό με κάλυπτε και εμένα. Ο κλασικός «ωχαδελφισμός» του σύγχρονου μικροαστού αποτελούσε και αποτελεί φυσικά και δικό μου προνόμιο. Για κακή μου τύχη όμως, το γεγονός ότι σπουδάζω ιστορία μου επιφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη. Αναγκάστηκα κάποια στιγμή να αναρωτηθώ, πού μας χρειάζεται τελικά η ιστορία; Είναι η ιστορία αντικειμενική; Αν είναι έχει καλώς, μαθαίνουμε τα πράγματα όπως έγιναν και παραφυλάμε μέχρι να συμβούν τα σύγχρονα αντίστοιχά τους για να αντιδράσουμε. Αν δεν είναι όμως; Εκεί υπάρχει ένα πρόβλημα. Πώς είναι επιστήμη κάτι τα υποκειμενικό;

Αρχικά να πω ότι κάνω λόγο περί υποκειμενικότητας, διότι όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα βασιζόμαστε εκ των πραγμάτων σε πηγές. Οι πηγές αυτές δεν είναι γραμμένες από ρομπότ και έτσι ούτως ή άλλως τις διαβάζουμε ή τις βλέπουμε ή τις ακούμε (ανάλογα με το είδος τους) εξ αρχής ως στοιχεία στα οποία υπάρχει ήδη ανθρώπινη υποκειμενική μεσολάβηση. Το πόσο υποκειμενικά εμείς τις προσλαμβάνουμε και τις μεταφράζουμε, το πώς διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες επηρεάζουν και εμάς και τις πηγές μας, το πώς γενικότερα η ιστορία από αυτή την προοπτική είναι υποκειμενική νομίζω ότι είναι αυτονόητο, κι αν δεν είναι δεν υπάρχει αρκετός χώρος, ώστε να αναλυθεί εδώ.

Άρα τι; Η ιστορία είναι καταδικασμένη; Δεν είναι επιστήμη; Είναι όντως αυτό το άχρηστο βαρετό μάθημα που διδασκόμαστε στα σχολεία; Θα έπρεπε να μην διδάσκεται στο πανεπιστήμιο; Εξαιρετικά ερωτήματα όλα τους. Η απάντηση όμως που έχω να δώσω, ίσως προς απογοήτευσή σας, είναι ότι η επιστήμη της ιστορίας όχι μόνο υπάρχει, αλλά είναι και ιδιαίτερα σημαντική. Η ιστορία δεν είναι απλά το παρελθόν. Το παρελθόν για την ιστορία είναι ό,τι οι αριθμοί για τα μαθηματικά (και πάλι οι γνώσεις μου δεν μου επιτρέπουν να κάνω μια απόλυτα σωστή επιστημολογική αντιπαραβολή, ελπίζω όμως να γίνω κατανοητός μέσω αυτής της αναλογίας). Δεν είναι ο σκοπός, είναι το μέσο για την επίτευξη του σκοπού. Η μελέτη του παρελθόντος ουσιαστικά είναι η κινητήρια δύναμη που έχει η ιστορία, ώστε να καταφέρει να πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκουν όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες (και εν μέρει και οι υπόλοιπες): να κατανοήσουν το παρόν, την κοινωνία και τις νομοτέλειές της (και μόνο το θέμα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ολόκληρο βιβλίο, επιφυλάσσομαι να αναφερθώ σε αυτό πληρέστερα σε επόμενο κείμενο), και τον άνθρωπο ως μέρος της.

Ουσιαστικά όλοι μας στη ζωή μας χρησιμοποιούμε με αυτό τον τρόπο την ιστορία. Ο άνθρωπος ουσιαστικά είναι το σύνολο των εμπειριών και των γνώσεών του, δηλαδή δεδομένων που συλλέγει διαρκώς και κάθε στιγμή αποτελούν το παρελθόν του. Οι τυχόν αποφάσεις που ο καθένας μας παίρνει είναι αποτέλεσμα των γνώσεων που έχει αποκτήσει και η αντίληψή του για το παρόν του και για το πώς θα το αντιμετωπίσει είναι ουσιαστικά η δημιουργία της «δικής του ιστορίας». Θα μπορούσαμε κάπως τραβηγμένα να ισχυριστούμε ότι κάθε ένας από εμάς είναι ένας ερασιτέχνης ιστορικός. Αυτό όμως που διαμορφώνει τον ιστορικό επιστήμονα είναι πρώτον η γνώση των γεγονότων του παρελθόντος, όχι αντικειμενικά όπως προαναφέραμε, αλλά όσο το δυνατόν πληρέστερα, και δεύτερον και σημαντικότερον κατά την άποψή μου, η ικανότητα κρίσης που θα του επιτρέψει να μελετήσει και να κατανοήσει σε βάθος τα συγκεκριμένα θέματα. Κατανοώντας τις ανθρώπινες συμπεριφορές στις ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος δεν ελπίζει να λύσει τα προβλήματα του παρόντος με αντιστοιχίες. Αυτό όμως που προσπαθεί να κάνει είναι να αποκτήσει μια εικόνα αυτών των κοινωνιών, μέσα από τις εμπειρίες τους να φτάσει πιο κοντά στην σημερινή κοινωνία αλλά και στον εαυτό του και μέσω αυτού να αντιληφθεί το πώς η κοινωνία εξελίσσεται και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για τη βελτίωσή της.

Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία δεν είναι ένα παραμύθι. Δεν είναι τυχαία γεγονότα, που μπορεί να υπήρξαν ή να μην συνέβησαν ποτέ, δεν είναι διάσπαρτες αναφορές χωρίς συνοχή μεταξύ τους. Το βασικότερο στοιχείο της ιστορίας, αυτό που την διαχωρίζει από άλλες επιστήμες και δεν την κάνει π.χ. υποκατηγορία της κοινωνιολογίας, είναι ότι η μελέτη της προσφέρει και έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, έναν τρόπο σκέψης που χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό των γεγονότων, την προσπάθεια να αρθούν τα κενά και οι διαφορές μεταξύ των φαινομένων και να κατανοηθούν και να εξηγηθούν τα πάντα με βάση την αλληλουχία τους και τον συσχετισμό τους. Το παρελθόν έχει τόσα άπειρα στοιχεία να μας προσφέρει, μας δίνει τόσες επιλογές, που ουσιαστικά είναι ένας χώρος ο οποίος μπορεί ανεξάντλητα να μας προσφέρει ευκαιρίες για σκέψη. Το «ιστορικό μυαλό» λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, που καταφέρνει ή πρέπει να καταφέρνει, να παίρνει ένα οποιοδήποτε στοιχείο του παρελθόντος και αφού το επιβεβαιώσει ως ορθό με τον πιο επιστημονικά έγκυρο τρόπο να το εντάξει μέσα στο ιστορικό πλαίσιό του. Η ένταξη και ερμηνεία ενός γεγονότος με την παραπάνω μέθοδο και η εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων είναι και αυτό το οποίο αποδεικνύει το κατά πόσον ο ιστορικός έχει κατανοήσει το αντικείμενό του και ασχολείται σοβαρά με αυτό.

Φυσικά αυτό δεν είναι εύκολο. Το να προσπαθήσει κάποιος να συνειδητοποιήσει και μόνο αυτή την διαδικασία απαιτεί χρόνο και θέληση. Το να την κατανοήσει εκ θεμελίων είναι ίσως αδύνατο. Το να προσπαθεί όμως διαρκώς να την προσεγγίσει, το να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να την πλησιάσει σημαίνει ότι κατανοεί ότι αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να αγγίξει την αλήθεια. Η ιστορία δεν είναι μόνο η αναζήτηση πληροφοριών για τα περασμένα. Είναι και ένας διαρκής αγώνας του ιστορικού με τον ίδιο του τον εαυτό, και ακόμα παραπάνω ένας σκληρός αγώνας με την κοινωνία του, με τα ταμπού της, τις προκαταλήψεις της, τα πιστεύω της, μια αντιπαράθεση και σύγκρουση με αντιλήψεις που, για κακή τους τύχη, δεν μπορούν να προσαρμοστούν στα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία για έναν επιστήμονα σε καμιά περίπτωση δεν συμβιβάζονται.

Αυτό όμως είναι και το δελεαστικό στην ιστορία, αυτό είναι το στοιχείο που δίνει ενδιαφέρον στην ιστορική αναζήτηση. Το να αναλωνόμαστε απλά σε χρονολογίες και ονόματα χωρίς να μπορούμε να κατανοήσουμε το πλαίσιο των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε κάποιον τόπο κάποια χρονική στιγμή είναι «δώρον άδωρον» και φυσικά δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστήμη. Αντιθέτως είναι τουλάχιστον επικίνδυνο και μπορεί να οδηγήσει σε ιδιαίτερα δυσάρεστα κοινωνικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα σε εθνικιστικές εξάρσεις και πλήρεις παρανοήσεις του παρελθόντος. Η σύντομη αυτή επισκόπηση της ιστορίας, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται και με όσα συμπεράσματα μπορεί να εξάγει ο καθένας από αυτήν, θα σταματήσει, προς μεγάλη σας λύπη, εδώ. Εννοείται ότι είναι ανολοκλήρωτη, εννοείται ότι αφήνει κενά, εξυπακούεται ότι χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση και διερεύνηση. Δεν αξιώνω απόλυτη γνώση του θέματος, αντιθέτως θα μπορούσα να επανέλθω και στον επίλογο σε μια απολογία ανάλογη του προλόγου. Για να μην κουράσω όμως τον αναγνώστη που έφτασε ως αυτό το σημείο, θέλω να πω ότι το πώς αντιλαμβανόμαστε την ιστορία, όπως και γενικότερα το πώς αντιλαμβανόμαστε οποιοδήποτε θέμα στην ζωή μας πρέπει να αποτελεί θεμέλια βάση στην σκέψη μας, κι αν η ιστορία μπορεί με κάποιον τρόπο να βοηθήσει σε αυτό, τότε νομίζω ότι θα επιτελέσει και με το παραπάνω τον σκοπό της.

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Η παιδεία και η τιμή της

Μέσα σε όλα τα άλλα, τα τελευταία χρόνια γίνεται και πολύς λόγος περί της παιδείας. Φυσικά το συγκεκριμένο θέμα, παίζοντας ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην όλη κοινωνική πολιτική πολιτισμική κτλ. εξέλιξη θα ήταν μάλλον περίεργο να μην αποτελεί θέμα συζήτησης. Αλλά σαφώς το σημαντικότερο θέμα που θα μπορούσε να βρει κάποιος για την παιδεία είναι το οικονομικό. Άλλωστε πότε το οικονομικό δεν ήταν το σημαντικότερο θέμα για το οτιδήποτε συμβαίνει; Εξάλλου, ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, όλα τα άλλα προβλήματα του τομέα αυτού έχουν λυθεί εδώ και χρόνια. Και αν σκεφτόμαστε για χρηματοδοτήσεις και σκέψεις για χορηγίες προς την παιδεία, τότε η άγνοιά μας για την σημερινή κοινωνία μάλλον έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη ή απλά πήραμε συνειδητά την ηρωική απόφαση να κόψουμε τα νήματα που μας συνδέουν με την πραγματικότητα. Κακώς. Διότι το μείζον θέμα που απασχολεί ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου ανά την υφήλιο είναι το κόστος της παιδείας.

Καταπληκτικά ως εδώ. Πού οφείλεται μια τέτοια συζήτηση για αυτό το νευραλγικής σημασίας θέμα; Μα πού αλλού αν όχι στην σκλήρυνση των μεθόδων του καπιταλισμού και στην εισαγωγή στην πολιτική αυτής της μόδας που κατάφερε με τρία μόνο γράμματα (νεο-) να ταυτίσει τον φιλελευθερισμό με τον άκρατο συντηρητισμό. Η αγαπητή λοιπόν νεοφιλελεύθερη (λέω ολόκληρο τον όρο για όσους δεν κατάλαβαν το εξαιρετικά χιουμοριστικό λογοπαίγνιο προηγουμένως) πολιτική, με δισεκατομμύρια οπαδούς στον κόσμο, ή τουλάχιστον δισεκατομμύρια ψηφοφόρους, έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή της και έχει καταπιαστεί να «βελτιώσει» και, γιατί όχι, να «τελειοποιήσει» ό,τι δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας το προηγούμενο σύστημα, όπως και να λεγόταν αυτό. Καταφέρνοντας να ενώσει την αριστερά με την δεξιά κατόρθωσε να βρει την χρυσή τομή και να φέρει την παγκόσμια κομματική ειρήνη, σε επίπεδο επιχειρημάτων και πολιτικής τουλάχιστον, διότι η ψήφος είναι γλυκιά και όλο και κάποια διαφορά θα βρούμε.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό μπορούμε να εντάξουμε και το θέμα της δωρεάν ή μη δωρεάν παιδείας. Πρέπει η παιδεία να αποτελεί κοινωνικό αγαθό και να παρέχεται δωρεάν ή να το αναβαθμίσουμε σε κοινωνικό προνόμιο, να χουμε και «αυτοχρηματοδότηση» (όρος που ουσιαστικά υπονοεί την απευθείας χρηματοδότηση από τα κάτω) και το κεφάλι μας ήσυχο; Η απάντηση μα φυσικά, γιατί όχι, βεβαίως, μάλιστα, οπωσδήποτε φαντάζει τουλάχιστον δελεαστική για κάθε ώριμο μικροαστικό εγκέφαλο, ο οποίος έχει ανάγει την ιδιωτικοποίηση ή τον «σφετερισμό» οικονομικών μεθόδων των ιδιωτών από το κράτος (εμείς που πληρώνουμε βλάκες είμαστε, η υπεραξία δεν είναι για εμάς;) σε ακραιφνή του πόθο για οτιδήποτε συμβαίνει και τυχαίνει να ακουστεί στις ειδήσεις των 8, εκτός βέβαια από την δική του προσωπική εργασία (εκεί είναι καλύτερη η σιγουριά).

Και παρόλο που κάπου εδώ φαντάζει ότι το άρθρο αυτό θα έπρεπε να φτάσει στο τέλος του έχοντας βρει την ιδανική λύση, θα τολμήσω, με ντροπή και όνειδος είναι η αλήθεια, να εκφέρω και μια διαφορετική άποψη, κάποιων άλλων ανώριμων αμόρφωτων, που θέλουν εγωιστικά να γίνεται πάντα το δικό τους βάζοντας στην άκρη τα συμφέροντα των πολλών. Παρότι καταδικάζω αυτές τις απαίσιες πλευρές του χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων θα προσπαθήσω να εντοπίσω και να εξάγω από μέσα μου κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης και να δώσω τον λόγο και σε αυτούς, έτσι, απλά και μόνο για να φανεί και η ποιοτική διαφορά μεταξύ των δύο αντιδιαμετρικά αντίθετων θέσεων.

Αν η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, τότε μάλλον αυτή η τελευταία έχει αρχίσει να χει μια κάπως μπερδεμένη ή έστω ξεχασιάρα ιδεολογία. Η «πιπίλα» του Καρτέσιου, το περίφημο «dubito ergo cogito, cogito ergo sum» (=αμφισβητώ άρα σκέφτομαι, σκέφτομαι άρα υπάρχω, για τους περίεργους μη λάτρεις των ξένων νεκρών γλωσσών) φαίνεται να έχει εναποτεθεί κάπου στην λήθη των προηγούμενων αιώνων και οι κάποτε σφοδροί αστοί υπερασπιστές της να έχουν κάνει μια εκπληκτική υπέρβαση προς το παρελθόν. Το ότι όμως ξεχάστηκε δε σημαίνει ότι ξαφνικά θα πρέπει να αγνοήσουμε τις αντιφάσεις μεταξύ αυτής της φράσης και της πρακτικής που ακολουθείται σήμερα στο έργο της παιδείας. Γιατί αν κάποιος αμφισβητεί ότι η σκέψη είναι κατά κύριο λόγο προϊόν της παιδείας (ναι έχουμε και μεγάλη κοιλότητα εγκεφάλου, αλλά οι ανθρωπίδες μπορούν να μας απασχολήσουν σε άλλο κείμενο), τότε μια λεξούλα που κάποιοι λένε «επιστήμη» θα πρέπει να μην την είχε σημειώσει στο πίσω μέρος του βιβλίου όταν ήταν μικρός ή να ήταν άρρωστος όταν έγινε αυτό το μάθημα. Και φυσικά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και πλήθος άλλων εκφράσεων (είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε, η ελευθερία μας σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία των άλλων κτλ κτλ κτλ.) και να εντοπίσουμε τις ίδιες αντιφάσεις.

Πώς θα σκεφτώ, θα θέλω, θα γνωρίζω πού είναι αυτά τα όρια της ελευθερίας του άλλου, αν τέλος πάντων κι εγώ ως παιδί, δεν έχω μάθει να χρησιμοποιώ αυτό το καημένο το μυαλό; Και πώς θα μάθω να το χρησιμοποιώ αν δεν έχω λάβει εφόδια από την εκπαίδευση; Και πώς θα την λάβω αν πρέπει να την πληρώσω και δεν έχω τα μέσα; Πώς υπάρχει παιδεία για όλους και μάλιστα δωρεάν, όταν ολοένα και παρεισφρέουν στο εκπαιδευτικό σύστημα οικονομικά συμφέροντα, πώς μπορούμε να μιλάμε για ίσες κοινωνικές ευκαιρίες, ισότητα, ισοτιμία, ισονομία, όταν ξαφνικά γυρνάμε σε αναχρονιστικές μεθόδους διάκρισης (κι άλλο; Πόσο;) του πληθυσμού; Πώς είναι δυνατό το χρήμα, σε μια κοινωνία με τόσο ανεπτυγμένα μέσα παραγωγής, σε μια κοινωνία αφθονίας, να παίζει καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, όχι μόνο στα είδη πολυτελείας, όχι μόνο σε κερδοσκοπικούς σκοπούς ή σε φορείς νόμιμου τζόγου και κλοπής (όχι δεν εννοώ το καζίνο, αν έχετε ακούσει κάτι για διεθνές χρηματιστήριο βέβαια, είμαστε σε καλύτερο δρόμο), αλλά και σε στοιχειώδεις ανάγκες των πολιτών; Μήπως θα πρέπει να βγάζουμε και τα τρόφιμα σε δημοπρασίες;

Αν η απάντησή σας σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι «έτσι» ή κάτι αντίστοιχο (με εξαίρεση την τελευταία που μπορεί να είναι «ναι»), τότε ξαναγυρίστε πίσω και υιοθετήστε την πρώτη άποψη. Καθώς θα γυρνάτε βέβαια, γυρίστε το κεφάλι σας δεξιά και αριστερά, σκεφτείτε την κατάσταση που επικρατεί γύρω σας και ίσως σας έρθουν και εσάς κάποια επιχειρήματα γιατί η παιδεία πρέπει να παρέχεται δωρεάν. Και για να καταθέσω και μια προσωπική άποψη, θεωρώ ότι το ερώτημα και μόνο, το γεγονός ότι κάτι τέτοιο τίθεται ως θέμα καθαυτό, είναι μια προσβολή για τον πολιτισμό, ένα ξεκάθαρο δείγμα της κοινωνικής παρακμής που μαστίζει την εποχή μας. Τα συμπεράσματα δικά σας.