Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Μια βόλτα στο βουνό


 Ίσως το πρόβλημα με τα μεταλλεία στη Χαλκιδική (και οπουδήποτε αλλού) να μην είναι το μεγαλύτερο σε αυτή τη χώρα. Ίσως να είναι απλά μια συνέπεια αυτού που ζούμε σήμερα, ίσως να είναι απλά ένα μεμονωμένο γεγονός μέσα σε πολλά άλλα σοβαρότερα. Σίγουρα, μη καταγόμενος από την περιοχή, δεν μπορώ να αφουγκραστώ απόλυτα τις σκέψεις και τα συναισθήματα των κατοίκων που έχουν χτίσει εκεί τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους. Μια επίσκεψη όμως ήταν αρκετή για να με ωθήσει να αφιερώσω κάποιες από τις σκέψεις μου εκεί.
 Σε περιπτώσεις όπως αυτή, τα πολλά λόγια δεν είναι απλά φτώχεια. Ούτε μπορούν να αποτυπώσουν απλά φτώχεια. Τα πολλά λόγια απλά θα περιέγραφαν – θα προσπαθούσαν δηλαδή να περιγράψουν - μια κατάσταση που καμία γλώσσα δεν είναι ικανή να αποδώσει. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μιλήσει για ανθρώπους που νιώθουν ότι χάνεται ολόκληρη η ζωή τους; Ότι χάνεται το χωριό τους, η περιουσία τους, οι αγαπημένοι τους, οι τόποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τα μέρη που είναι γεμάτα μνήμες, ευχάριστες και δυσάρεστες; Ίσως κι αυτά τα λόγια να είναι υπεραρκετά για κάποιον που δε βιώνει μια τέτοια κατάσταση. Για κάποιον που δεν έχει βγει στον δρόμο να υπερασπιστεί την επόμενη μέρα του. Για κάποιον που η πέτρα που φεύγει από το χέρι του είναι σύμβολο αγανάκτησης, όχι όπλο που πετιέται με μανία ενάντια σε αυτούς που θέλουν να τον εξολοθρεύσουν.
 Υπάρχουν άνθρωποι από τις περιοχές που υποστηρίζουν τις κινήσεις, θα πει κάποιος. Βέβαια, υπάρχουν. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν όσο θα ζουν σε ένα σύστημα που προάγει την αδικία, που έχει ορίσει ως αυτοσκοπό για την επιβίωση τον αμείλικτο ανταγωνισμό, που έχει ως υπέρτατο νόμο αυτόν της ζούγκλας, ως μόνο δίκιο αυτό του ισχυρότερου. Μπορεί λοιπόν μήπως να αποτυπωθεί σε όλο της το εύρος η αδικία; Ο παραλογισμός; Από την μία, άνθρωποι που θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο για μια δουλειά, πολύωρη, κοπιαστική, έστω, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Κι αυτό κάνουν. Πολλοί άλλοι θα το έκαναν, αν είχαν τη δυνατότητα. Από την άλλη, είναι αυτοί που αρνούνται να θυσιάσουν το αύριο το δικό τους και των παιδιών τους για ένα επίπλαστα ευχάριστο σήμερα. Το να συγχαρείς και να συμπαρασταθείς στους δεύτερους είναι δεδομένο. Το να κατηγορήσεις τους πρώτους, όχι.
 Το μόνο που μπορεί πραγματικά να ονομαστεί είναι η τραγική ιστορία των μεταλλείων. Η κραυγαλέα αδικία σε βάρος των κατοίκων όχι μόνο της Χαλκιδικής, αλλά ολόκληρης της Ελλάδας, των οποίων τα συμφέροντα καταλύονται προς χάριν συγκεκριμένων ατόμων και πολυεθνικών. Απίστευτη διαφθορά, διαπλοκή, οικονομικά σκάνδαλα πρώτου μεγέθους με πρωταγωνιστές «σημαίνοντες» πολίτες της περιοχής. Τεράστια ποσά που διακυβεύονται, συμφέροντα που λίγοι μπορούν να φανταστούν. Η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, το χρήμα, είναι το μόνο που μπορεί να περιγραφεί, σε μια κατάσταση που εκκινεί από αυτό και κατά τα άλλα είναι απερίγραπτη.
 Μόνο που, όταν ανεβαίνεις στο βουνό, όταν βλέπεις το δάσος να σε περιτριγυρίζει και σκέφτεσαι ότι ακόμα και το χωμάτινο μονοπάτι που διασχίζεις είναι μια παραφωνία μπροστά στην αρμονική τελειότητα που δημιουργεί η φύση στην πορεία αιώνων, δε σκέφτεσαι τα χρήματα. Γιατί αυτά τα άψυχα αντικείμενα, αποτέλεσμα κοινωνικών συμβάσεων κατά την πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης, δεν είναι τίποτα μπροστά στο όλο ζωή τοπίο το οποίο σε κάνει να φαίνεσαι μικρός και ασήμαντος, αλλά ταυτόχρονα να νιώθεις ζωντανός και δυνατός όσο ποτέ. Σε μια κοινωνία που η επαφή με την φύση, την φύση που γέννησε και το δικό μας νηπιακό ανθρώπινο είδος, γίνεται ολοένα και πιο ανύπαρκτη, τέτοια συναισθήματα δεν είναι απλά σπάνια, βρίσκονται στον αντίποδα της καθημερινότητας. Όλη η μικρότητα και η ασημαντότητα του ανθρώπου μπορεί να αποτυπωθεί στην αηδιαστική φιλαργυρία και την απάνθρωπη τσιγγουνιά. Και όλη του η προσπάθεια να φανεί δυνατός στο  να καταστρέφει τους άλλους και να κατακρεουργεί τη φύση. Διότι μπροστά σε αυτούς και σε αυτήν θα παραμένει πάντοτε ένα σκουπίδι, ένα απόβρασμα που ζει πίνοντας το αίμα των συνανθρώπων του και του περιβάλλοντός του. Και αυτό δε θα αλλάξει όσα δέντρα κι αν κόψει, όσο έδαφος κι αν δηλητηριάσει, όσα χωριά κι αν εκτοπίσει, όσους ανθρώπους κι αν σκοτώσει.

 Γυρνώντας σπίτι μετά από κάτι τέτοιο νιώθει κανείς ανάμεικτα συναισθήματα για την εμπειρία ως τέτοια. Ταυτόχρονα όμως νιώθει και την ανάγκη να ξεκουραστεί και να συλλογιστεί. Αλλοίμονο, πρέπει να διαβάσει, να τρέξει ξανά, να βοηθήσει, να αφοσιωθεί, να είναι συγκεντρωμένος σε αυτό που πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο. Και η μόνη παρηγοριά που μπορεί να έχει μέσα σε αυτή την κοπιαστική καθημερινότητα είναι οι σύντροφοί του, για τους οποίους είναι σίγουρος ότι καθημερινά πράττουν και σκέφτονται το ίδιο. Αυτούς. Kαι τα ενοχλητικά μυγάκια στο δάσος.