Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

ΠΕΡΙ ΘΕΣΜΩΝ

Θεσμοί. Μια λέξη που κρύβει τόσα νοήματα, τόσες δυνατότητες, τόσα δικαιώματα, τόσες υποχρεώσεις. Τι είναι οι θεσμοί; Ποια η λειτουργία τους; Για ποιον λόγο υπάρχουν και ποιες οι προϋποθέσεις ύπαρξής τους ή κατάργησή τους;
Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζούνε στην σημερινή πραγματικότητα και θα μπορούσαν να φανταστούν μια κοινωνία χωρίς θεσμικό πλαίσιο. Ίσως όχι το θεσμικό αυτό πλαίσιο όπως υφίσταται σήμερα αλλά ένα σύστημα θεσμών γενικού χαρακτήρα, μια κοινωνία που να λειτουργεί στη βάση των θεσμών. Στη σύγχρονη αστική σκέψη, και χρησιμοποιώ έναν μαρξιστικό όρο τον οποίο βρίσκω εύστοχο, όπως θα κάνω πιθανόν και στην συνέχεια, χωρίς όμως να θέλω να χρωματίσω το κείμενο πολιτικά, λέξεις όπως θεσμοί, κράτος, γραφειοκρατία χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να υποστηρίξουν την ελευθερία έναντι στην αποκαλούμενη από αυτούς αναρχία, έναντι σε μια κατάσταση όπου δε θα υπάρχει καμιά εξουσία να άρχει και να βρίσκεται υπεράνω των κοινωνικών σχέσεων. Οι θεσμοί λοιπόν είναι απαραίτητοι και αυτό φαίνεται από την χρηστή λειτουργία την οποία διαφυλάσσουν και η οποία χωρίς αυτούς θα ήταν τουλάχιστον επισφαλής, για να μην πούμε αδύνατη.
Το σημείο στο οποίο θα ήθελα να εστιάσουμε την προσοχή μας για να κατανοήσουμε την αντιφατικότητα μιας τέτοιας δήλωσης είναι η ίδια η λειτουργία των θεσμών. Είναι κοινός τόπος ότι μια κοινωνία θα λειτουργεί ιδανικά όταν και οι θεσμοί της θα λειτουργούν ιδανικά, όταν δηλαδή, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, οι θεσμοί, δηλαδή όσοι είναι εντολοδόχοι της τήρησής τους, καταφέρουν να υλοποιήσουν αυτά τα οποία θεωρητικά ρυθμίζουν, τις ελευθερίες που παρέχουν και τους περιορισμούς που θέτουν. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία του σήμερα για παράδειγμα, σε ένα «ιδεατό» φιλελεύθερο καθεστώς, όπου όλες οι ελευθερίες θα ναι θεσμοθετημένες, όπου η αξιοκρατία θα ναι ο απαράβατος κανόνας, όπου τα πάντα θα ναι ανοιχτά και όπου η θεμελιώδης αστική ρήση «η ελευθερία του ατόμου σταματάει εκεί όπου ξεκινάει η ελευθερία του άλλου» θα πραγματώνεται στο 100%. Τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα;
Η τήρηση των θεσμών και η διασφάλισή τους από οτιδήποτε τους παραβιάζει είναι υποχρέωση και δικαίωμα όλων μας. Εφόσον είμαστε πολίτες κάποιου κράτους το οποίο ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις με συγκεκριμένους θεσμούς, ώστε να προστατεύσει την πολιτεία από πραξικοπηματικές πράξεις κάθε είδους, είναι ευθύνη όλων μας να τους συντηρούμε και να τους προστατεύουμε, μεταρρυθμίζοντάς τους όπως προβλέπουν οι ίδιοι οι θεσμοί, όταν υπάρχει πραγματικός λόγος για μια τέτοια μεταρρύθμιση. Από τον άμεσα θεσμικά υπεύθυνο της υποστήριξης αυτού του πλαισίου, που είναι ο εκάστοτε αρχηγός του κράτους και ο οποίος επωμίζεται σαφώς μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, ως τον τελευταίο αδαή πολίτη της ίδιας χώρας, όλοι λίγο ή πολύ και ο καθένας με τον δικό του τρόπο είμαστε συνυπεύθυνοι απέναντι στην καταπάτηση των θεσμών, η οποία αυτομάτως σημαίνει ότι κάποιος, αλλά κυρίως όλοι μαζί, δεν κάνουμε «σωστά την δουλειά μας». Η κοινωνία είναι μια διαρκώς μεταλλασσόμενη νοοτροπία, μια κοινή βάση ιδεών που άλλοι την εκλαμβάνουν και την πραγματεύονται σε βάθος και άλλοι την κοιτάν επιφανειακά και μένουν προσκολλημένοι σε αυτή την επιφάνεια, αλλά σε κάθε περίπτωση η καταστρατήγηση των θεσμών αποτελεί μέρος της κουλτούρας μας και επομένως δεν είναι μια εξαίρεση της εξουσίας, δεν προκύπτει αποκλειστικά από ανθρώπους που βρίσκονται άτυπα στο απυρόβλητο των θεσμών επειδή είναι οι τυπικοί προστάτες τους. Φυσικά οι σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούν κατά κάποιο τρόπο αυτές τις συνθήκες, για αυτό και οποιοσδήποτε βρισκόταν σε μια τέτοια ισχυρή θέση θα γοητευόταν από τις δυνατότητες υπερκερασμού των θεσμών, αυτό όμως δεν αποτελεί ουσιαστικά μια κατηγορία έναντι της εξουσίας, αλλά μια κατηγορία εναντίον των ίδιων των θεσμών, οι οποίοι δίνουν την δυνατότητα σε ορισμένους να λαμβάνουν τέτοιες θέσεις και από αυτές να χρησιμοποιούν προς όφελός τους τα ιδανικά που υποτίθεται προστατεύουν.
Οι θεσμοί λοιπόν ενέχουν αυτό το αρνητικό στοιχείο. Παρ’όλα αυτά ας σκεφτούμε μια κοινωνία που πετυχαίνει την υπέρβαση και αφήνει πίσω της αυτό το αρνητικό, μια κοινωνία που καταφέρνει να υπερπηδήσει τις σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνται και να χτίσει μια πολιτεία όπου οι θεσπισμένοι κανονισμοί ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων τηρούνται και ως προς το γράμμα και ως προς το πνεύμα (το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό δεν είναι σκοπός αναζήτησης του συγκεκριμένου πονήματος, όμως το εφικτό αυτής της υπέρβασης είναι απαραίτητο στοιχείο, ώστε να κατανοήσουμε την ουσιαστική αντίφαση των θεσμών, πέρα από το «απλό» αρνητικό σημείο των σχέσεων εξουσίας). Ποια είναι η ουσία ενός τέτοιου επιτεύγματος; Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αυτόματα μια ιδανική σχέση μεταξύ των μελών της κοινωνίας αυτής. Για παράδειγμα, υπάρχει ο θεσμός του σεβασμού της ζωής του άλλου, πράγμα που σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται κάποιος να αφαιρέσει την ζωή κάποιου άλλου και σε περίπτωση που το παραβεί αυτή την απαγόρευση, απειλείται με κυρώσεις. Υπάρχει λοιπόν το στοιχείο της απαγόρευσης το οποίο λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για κάποιον που επιθυμεί να σκοτώσει κάποιον συνάνθρωπό του. Στην ιδεατή κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, ο θεσμός αυτός θα τηρούνταν απόλυτα. Και χωρίς την ύπαρξη του θεσμού αυτού όμως, ελάχιστους ανθρώπους θα μπορούσα να σκεφτώ, οι οποίοι δε θα προέβαιναν σε μια τέτοια πράξη λόγω φόβου της κύρωσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μάθει από την παιδεία τους, μέσα στην οποία φυσικά περιέχεται και η προϋπάρχουσα γνώση των θεσμών, ότι η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής είναι ούτως ή άλλως κατακριτέα και δε θα υπήρχε περίπτωση να προβούν σε τέτοια ενέργεια ακόμα και αν δεν υπήρχε η απειλή κυρώσεων. Αυτός ο χαρακτήρας των ανθρώπινων σχέσεων αποτελεί αποτέλεσμα εξέλιξης, καθώς πλέον οι άνθρωποι μπορούν να συνειδητοποιήσουν από μόνοι τους την σημασία ενός σεβασμού προς τον άλλον άνθρωπο χωρίς αυτό να χρειάζεται να τους επιβληθεί. Έτσι λοιπόν, η εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων φαίνεται να συμβαδίζει με την εξέλιξη του σεβασμού των θεσμών.
Και εδώ είναι το κύριο σημείο παρατήρησης. Ο θεσμός που απαγορεύει και απειλεί με κυρώσεις τον οποιονδήποτε προσπαθήσει να παραβιάσει τους θεσμούς (καταπατώντας με ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ τρόπο το νόημά τους), δεν έχει γίνει ακόμα συνείδηση. Ο οποιοσδήποτε βρεθεί έστω και να έχει μια κατ’επίφαση εξουσιαστική θέση μπαίνει στον πειρασμό να απαρνηθεί τους θεσμούς προς ίδιον όφελος. Εφόσον όμως κάνουμε λόγο για μια ιδεατή κατάσταση, ας σκεφτούμε ότι δεν υπάρχει ΚΑΝΕΝΑΣ ο οποίος να σκέφτεται από οποιαδήποτε θέση να προχωρήσει σε έναν εκφυλισμό του θεσμικού πλαισίου. Αυτό θα σημαίνει ότι η κοινωνία εν γένει θα έχει εμπλέξει στην κουλτούρα της τον σεβασμό προς τους θεσμούς, ο οποίος δε θα είναι πλέον αποτέλεσμα κάποιου φόβητρου αλλά γέννημα των εξελιγμένων κοινωνικών σχέσεων, όπου ο άνθρωπος θα είναι σε θέση από μόνος του να καταλαβαίνει ότι κατ’ ουσίαν μια τέτοια παραβίαση δε διαφέρει από την αφαίρεση μιας ζωής, καθώς διαταράσσει το κοινωνικό πλαίσιο. Ο απόλυτος σεβασμός των θεσμών λοιπόν δεν μπορεί να αποτελεί το τελικό στάδιο της ιδανικής κοινωνίας. Γιατί ο απόλυτος σεβασμός των θεσμών, οι οποίοι ας μην ξεχνάμε είναι αυτοί που ορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις, σημαίνει αυτόματα και τον απόλυτο σεβασμό των κοινωνικών σχέσεων, τον απόλυτο σεβασμό στον άνθρωπο και επομένως η προαναφερθείσα ρήση πλέον αλλάζει. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι απόλυτη και απεριόριστη, δεν εμποδίζεται από τίποτα, ούτε από την ελευθερία του άλλου, γιατί δεν υπάρχει η έννοια της ελευθερίας κανενός, η ελευθερία είναι κοινή και είναι απόρροια του αμοιβαίου σεβασμού, όπου το καθετί δε θα γίνεται με βάσει εγωιστικά κριτήρια αλλά με βάση τον κοινό συμφέρον που θα επιβάλλεται συνειδησιακά και επομένως οι θεσμοί και οι ελευθερίες θα ναι λέξεις κενές περιεχομένου.
Καταλήγοντας, ας βγάλουμε κάποιο γενικό συμπέρασμα. Η ιδεατή κοινωνία είναι μια κοινωνία όπου τα όσα οι θεσμοί επιβάλλουν θα λειτουργούν άψογα. Μια τέτοια κοινωνία όμως πρέπει να χει την απαραίτητη πολιτισμική βάση να σέβεται όχι μόνο τα όσα οι θεσμοί επιτάσσουν αλλά κυρίως τους θεσμούς αυτούς καθαυτούς. Αυτό προϋποθέτει την κατανόηση που θα εξελιχθεί σε συνείδηση του ότι οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι μέσο υλοποίησης προσωπικών οφελών αλλά σχέσεις που προϋποτίθενται, ώστε να διάγουμε όλοι ένας προς έναν και όλοι ως σύνολο έναν ευτυχισμένο βίο, απαλλαγμένο από αντιφάσεις που μας καθιστούν αδύναμους και ανειλικρινείς απέναντι στους εαυτούς μας. Έτσι λοιπόν, όταν οι θεσμοί γίνουν βίωμα και η τήρησή τους (κυρίως ως προς το πνεύμα) αποτελεί κοινωνικό δεδομένο, τότε ο λόγος ύπαρξής τους δε θα υφίσταται πια. Οι θεσμοί επομένως είναι απαραίτητοι σε ένα πρώτο στάδιο για την αποφυγή μιας ανεξέλεγκτης άναρχης κατάστασης, είναι όμως περιττοί και αντιφατικοί όταν λειτουργούν χωρίς να υπάρχει λόγος να λειτουργούν, όταν δηλαδή τα όσα προσπαθούν να ρυθμίσουν είναι κεκτημένα. Απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής εξέλιξης είναι όχι η κατάργηση των θεσμών, αλλά η σταδιακή απονέκρωσή τους.

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ


Ακραίος τίτλος θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Αλλά δεν ξέρω, πάντα μ’άρεσε να το λέω και ενδόμυχα ίσως και να το πίστευα. Μέχρι ενός σημείου δηλαδή, γιατί εγώ δεν περπατάω στο νερό, άλλωστε και στο έδαφος πάλι ψιλοβαριέμαι, ούτε δημιουργώ ψωμιά, ούτε κάνω το νερό κρασί, γενικά δεν είμαι καθόλου εντυπωσιακός ως θεός, θα λεγα μάλλον ότι είμαι βαρετός. Η μόνη μου ελπίδα να συνταράξω τα πλήθη θα ήταν μάλλον να αναστηθώ όταν πεθάνω, αλλά θα δω τότε πώς θα το κάνω.
Πάντως, πέρα από τα αστεία (δεν ξέρω αν γελάσατε, εγώ για αστεία τα είπα), πάντα με προβλημάτιζε η έννοια του Θεού. Θυμάμαι ήμουν πολύ μικρός όταν άρχισα να απορώ, μια μέρα που τεμπέλιαζα στο χωριό μου στην Θάσο, τι στο καλό μπορεί να ναι αυτός ο κύριος που λέγανε ότι είναι ο μπαμπάς ενός τύπου με μούσια που χε κατέβει στο Ισραήλ και έκανε ολόκληρα σκηνικά μέσα σε 3 χρόνια. Δηλαδή δεν τα σκέφτηκα ακριβώς έτσι, φαντάζομαι θα ήμουν αρκετά πιο ευσεβής στην διατύπωση, αλλά μου φαινόταν από τότε ακατανόητο πώς κάτι υπάρχει πριν να υπάρξει κάτι (έτσι ακριβώς!). Είχα καταχωνιάσει το θέμα στην άκρη του μυαλού μου για πολλά χρόνια, άλλωστε η θρησκοληψία με είχε κυριεύσει σε κάποια περίοδο της ζωής μου ως κάποια μορφή σεβάσμιου σκεπτικισμού, αλλά διάφορα προσωπικά βιώματα, που δεν έχουν να κάνουν βέβαια με υπερφυσικά φαινόμενα που με ώθησαν να πιστέψω στην δύναμη του Κυρίου, αλλά μάλλον με το άλλο άκρο, καθώς και συζητήσεις που κατά καιρούς είχα, με έκαναν μάλλον έναν θρασύτατο άθεο.
Τώρα βέβαια πώς προκύπτει ο τίτλος του κειμένου. Είναι ένα ερώτημα που αναμφίβολα δημιουργείται σε κάποιον που διαβάζει με την δέουσα προσοχή. Η δήλωση αυτή ανάγεται μάλλον στην τρέχουσα άποψή μου για το τι είναι εν τέλει αυτό που λέμε Θεός. Αν δεχτούμε ότι δεν είναι κάποιος ασπρομάλλης χοντρός γεράκος που μένει στα σύννεφα και είναι ντυμένος στα λευκά (ο έτερος ασπρομάλλης χοντρούλης δίπλα με τα κόκκινα είναι ο Αϊ- Βασίλης), ο οποίος παρακολουθεί τις κινήσεις μας και μας ανταμείβει ή μας τιμωρεί μετά θάνατον, αν δεχτούμε ότι δεν είναι κάποιο περίεργο άμορφο άυλο κτλ. πράγμα που βρίσκεται κάπου στο σύμπαν και πέρα από αυτό και ρυθμίζει τα πάντα με μαγικούς τρόπους, αν γενικά δεχτούμε ότι ο Θεός ως έννοια δεν είναι κάτι που να υπερβαίνει την λογική μας και ξεπερνάει τις δυνατότητες κατανόησής μας, τότε ίσως και να συμφωνούμε ότι ο Θεός, αν υπάρχει κάτι με αυτή την έννοια, είναι κάτι απτό και απόλυτα κατανοητό, όπως άλλωστε είμαι και εγώ!
Παρά το γεγονός ότι αυτό το επιχείρημα από μόνο του σίγουρα στάθηκε ικανό να σας πείσει χωρίς καμιά αμφιβολία για την ορθότητα του συλλογισμού μου και του απορρέοντος συμπεράσματός μου, θα προσπαθήσω να αναπτύξω την συγκεκριμένη σκέψη λίγο παραπάνω. Αν ο Θεός είναι κάτι μη κατανοητό και κάτι απλησίαστο για την ανθρώπινη σκέψη, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να το εξετάσουμε, βάζουμε τα ανορθολογιστικά μας πλαίσια γύρω από την σκέψη μας και προχωράμε έχοντας βρει μια υπέροχη δικαιολογία για να καλύψουμε τα πάντα και να νιώθουμε ασφαλείς μέσα στις αντιφάσεις της ανειλικρίνειάς μας. Κι αν αυτό ακούγεται τραβηγμένο και επιθετικό, τότε μάλλον έτσι το θέλησε ο Θεός και άρα δεν ευθύνομαι εγώ για αυτή μου την ενέργεια.
Θεωρώντας όμως κάτι τέτοιο μάλλον αδύνατο, άλλωστε πώς θα μπορούσε να υπάρχει ως έννοια κάτι το οποίο δεν είναι εξηγήσιμο, θα προσπαθήσω να εξετάσω την έννοια του Θεού σαν κάτι ανιχνεύσιμο από την ανθρώπινη αντίληψη και μέσα από αυτό το πρίσμα θα προβώ σε μια προσπάθεια κατανόησής του. Αν ο Θεός είναι η αρχή των πάντων και διέπει τα πάντα, θα μπορούσαμε να θέσουμε τον Θεό στη βάση μιας αντικειμενικής θεωρίας. Δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια αντικειμενικότητα που διέπει όλες τις πτυχές του οποιουδήποτε συμβάντος στο σύμπαν με τέτοιο τρόπο που να μην επηρεάζει την ελευθερία της πράξης ούτε να προκαθορίζει τις εξελίξεις, αλλά να στηρίζει μια διαλεκτική συνοχή στην αλληλουχία των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Δυστυχώς οι γνώσεις μου περί φυσικής δεν μου επιτρέπουν να υπεισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες, σε κάθε περίπτωση πάντως η ύπαρξη μιας αρχής που θα διαπερνά σαν αόρατη κλωστή όλα τα κλαδιά του δέντρου της ύπαρξης, μιας αρχής αντικειμενικής, η οποία βρίσκεται πάνω από το χάος και διαπερνά ακόμα και αυτό το ίδιο, μπορεί να ονομαστεί Θεός.
Γιατί τι είναι εν τέλει ο Θεός της αστικής σκέψης, αν όχι μια τεράστια δύναμη που βρίσκεται υπεράνω όλων; Και ποιος είναι εν τέλει ο σκοπός της διαλεκτικής σκέψης, αν όχι η εύρεση αυτής της αντικειμενικής βάσης, που θα μπορεί να αποτυπωθεί με έναν αριθμό, με έναν νόμο, με μια έννοια; Επομένως ο Θεός, η αρχή αυτή, όχι μόνο είναι δεν είναι ακατανόητη, αλλά πολύ περισσότερο είναι το μόνο πράγμα το οποίο μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητό, διότι είναι το μόνο πράγμα που θέτει την βάση όλων των άλλων χωρίς να χει διακλαδώσεις και εξαιρέσεις. Αν λοιπόν υπάρχει, σκοπός μας είναι να την βρούμε ακόμα και αν τελικά δεν υπάρχει, τότε Θεός δεν είμαι μόνο εγώ, είσαι κι εσύ είμαστε και όλοι μας, όλοι όμως όσοι μπαίνουν στη διαδικασία αυτής της αναζήτησης, γιατί εν τέλει ο καθένας μέσα από τον αυτοσεβασμό και την ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του μπορεί να βρει αυτή την αντικειμενικότητα, αυτό που πραγματώνεται σε όλες τις πράξεις και τις κινήσεις του, στις σκέψεις του και στις αντιδράσεις του. Ο Θεός των μέχρι τώρα κοινωνιών ήταν ένα φόβητρο και μια αφορμή για να δημιουργούνται πολώσεις μέσω θρησκειών που απλά διαχώριζαν τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα όμως είναι το μόνο που μπορεί να ενώσει τους πάντες, διότι είναι το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς, πάνω στο οποίο μπορεί να δομηθεί μια ανθρωπότητα χωρίς αντιφάσεις στην εξέλιξή της, αντιφάσεις που κινδυνεύουν να την οδηγήσουν στον αφανισμό. Θεός λοιπόν δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως ο άνθρωπος και η κοινωνία του και αυτό πρέπει να αποτελέσει την βάση κάθε μελλοντικής σκέψης και αναζήτησης.