Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Η τσίχλα των ματιών

Για όσους έχουν περάσει αρκετές ώρες διαβάζοντας «τσιτάτα» στο διαδίκτυο, ο τίτλος θα πρέπει να σας αποκαλύπτει απευθείας το θέμα. Για τους υπόλοιπους, αφού σας συγχαρώ που προτιμάτε να ασχολείστε με άλλα πράγματα, πιο ουσιώδη υποθέτω, θα αναφέρω επεξηγηματικά ότι «τσίχλα των ματιών» ή «χαζοκούτι» (πιο γνώριμο αυτό) είναι απλοί επαινετικοί χαρακτηρισμοί για αυτό που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε απλώς τηλεόραση.

Θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη συσκευή και οι λειτουργίες της είναι αρκετά διαδεδομένη, δε θα προχωρήσω σε κάποια εκ βαθέων ανάλυσή της, δεν έχω και τις ικανότητες προφανώς, αλλά θα προσπαθήσω να εντοπίσω ορισμένα χαρακτηριστικά της όσον αφορά την σημερινή της χρήση και σημασία. Παρόλο που προσωπικά την απεχθάνομαι και έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να παρακολουθώ, θα αποτολμήσω να ρίξω μια αντικειμενική ματιά και να δω το θέμα κριτικά, χωρίς προκαταλήψεις, αν και δεν μπορώ βέβαια να εγγυηθώ κάτι.

Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να βρω την σωστή αρχή για ένα τέτοιο εγχείρημα. Κι αυτό διότι η τηλεόραση πλέον καλύπτει τόσους πολλούς τομείς της καθημερινότητάς μας, που θα χρειαζόταν πραγματικά να γράψουμε σελίδες επί σελίδων για να αναλύσουμε τον καθένα ξεχωριστά και την όποια επίδραση ασκούν. Επομένως υποχρεώνομαι εδώ, αν κι αυτό ίσως να εξελιχθεί και σε θετικό, να κάνω λόγο ακριβώς για την τηλεόραση ως ένα καθολικό μέσο επιρροής της κοινωνίας, μέσω αλλά ταυτόχρονα και πέρα από τις διάφορες κατηγοριοποιήσεις που μπορούν να τεθούν.

Ως γνωστόν, και γενικότερα θα φροντίσω να παραλείψω τα διάφορα προφανή που αφορούν την συγκεκριμένη εφεύρεση, δεν υπάρχει σπίτι χωρίς τηλεόραση (με ελαχιστότατες εξαιρέσεις). Η δύναμη του μέσου αυτού αρχικά είναι αυτός ο απαράμιλλος συνδυασμός της επίδρασης στις 2 βασικότερες αισθήσεις μας, την όραση και την ακοή. Ταυτόχρονα, όχι μόνο μπορούμε να απολαύσουμε το θέαμα που η τεχνολογία τόσο απλόχερα μας παρέχει, αλλά και να έχουμε μια μεγάλη γκάμα επιλογών, καθώς τα διάφορα υπάρχοντα κανάλια δίνουν την δυνατότητα μιας πολυφωνίας που δύσκολα συναντάμε σε άλλες πτυχές της ζωής μας. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί παρά να είναι θετικό, καθώς ο κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να διασκεδάζει, να ενημερώνεται, να μορφώνεται κτλ. όπως ο ίδιος επιθυμεί σχεδόν οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Και αυτό ενισχύεται φυσικά και από την δυνατότητα του σημερινού ατόμου να μπορεί να ψηλαφίζει και να αφουγκράζεται ακόμα και τα πιο καλά κρυμμένα νοήματα, έτσι ώστε με όπλο την παιδεία του να αποφεύγει όποιους σκοπέλους προσπαθούν να δημιουργήσουν οι επιτήδειοι κεφαλαιοκράτες των καναλιών και να είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί στο έπακρον τα θετικά στοιχεία αποδιώχνοντας παράλληλα πλήρως τα αρνητικά. Ή κάπως έτσι τέλος πάντων.

Αυτή η σχέση της τηλεόρασης με τον σύγχρονο άνθρωπο λοιπόν είναι και αυτή που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ας εκκινήσουμε από το ερώτημα τι είναι αυτό που οδήγησε σε αυτή την παθιασμένη σχέση, τέτοια που ακόμα και άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα επισιτισμού προσηλώνονται μπροστά από αυτό το απόλυτο επίτευγμα της ανθρώπινης τεχνογνωσίας. Η δίψα για μάθηση, η περιέργεια του ανθρώπου, που τον οδήγησε ανά τις χιλιετίες στη συνεχή ανακάλυψη και δημιουργία είναι σαφώς απόρροια των αυξημένων νοητικών του ικανοτήτων ως είδος. Ανέκαθεν οι ανθρώπινες κοινωνίες, όσο τους επέτρεπαν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσαν και καθόριζαν τον ελεύθερο χρόνο που θα είχαν έχοντας καλύψει τις στοιχειώδεις βιολογικές ανάγκες, γοητεύονταν από καθετί καινούριο που μπορεί να συναντούσαν στη ζωή τους και είχαν τη δυνατότητα να το επεξεργαστούν (υλικά ή νοητικά). Διαλεκτικά αυτό οδηγούσε σε μια, εμμέσως ή αμέσως, νέα θέαση του περιβάλλοντός τους και αυτή η πορεία, που διήρκησε όσο το ανθρώπινο γένος ακμάζει πάνω στον πλανήτη και θα συνεχίζεται όσο η ανθρωπότητα θα του δίνει αυτή τη δυνατότητα, έφερε την, με σκαμπανεβάσματα, ανοδική πορεία του πολιτισμού μας.

Έτσι λοιπόν με κάθε νέα ανακάλυψη και εμπειρία ο άνθρωπος αναδιαμόρφωνε την κοινωνία του στη νέα βάση, προσπερνούσε τις όποιες αντιφάσεις, καλλιεργούσε νέες κοινωνικές μορφές, πιο εξελιγμένες, που του επέτρεπαν καλύτερες συνθήκες ζωής μέσω της βελτιωμένης ποιοτικά και ποσοτικά παραγωγής (δεν μπορούμε να ισχυριστούμε φυσικά ότι ιδεατές εξελίξεις είχαμε σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, απλά λαμβάνουμε ως υπόδειγμα το βέλτιστο δυνατό της ανθρώπινης ιστορίας) και νέες συνθήκες εργασίας. Αναλογιζόμενοι αυτή την πορεία μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε το πώς η περιέργεια έγινε σύμφυτη με τον άνθρωπο, αφού αυτή έπαιζε όχι την πρωταρχικό (ο οποίος αρχικά ήταν η απλή επιθυμία κάλυψης των βασικών αναγκών) αλλά σίγουρα έναν καταλυτικό ρόλο στην επίσπευση της ανόδου του βιοτικού επιπέδου.

Αφού οι αισθήσεις μας είναι τα βασικά μέσα, με τα οποία καλύπτουμε αυτή την πτυχή της ζωής μας αυταπόδεικτα πλέον η τηλεόραση μας ελκύει για έναν σαφώς θετικό λόγο. Οφείλω να ομολογήσω ότι κάνω την παρατήρηση αυτή μετά φόβου, καθώς μπροστά σε αυτή την καταπληκτική δικαιολογία σίγουρα οι μισοί ήδη θα έχετε φύγει για να λάβετε ενεργό μέρος στην τρομερή αυτή ευκαιρία για κοινωνική εξέλιξη. Είμαι όμως υποχρεωμένος να συνεχίσω για τους υπόλοιπους.

Θα περίμενε κανείς εκ των παραπάνω ότι η τηλεόραση, προϊόν μιας σαφώς ανεπτυγμένης τεχνολογικά και πολιτιστικά κοινωνίας, θα συνέχιζε αυτή την «παράδοση» που περιγράψαμε παραπάνω και μάλιστα θα την προωθούσε ακόμα περισσότερο. Ικανοποιώντας δηλαδή την θέληση για μάθηση και γνώση θα δημιουργούσε άτομα ενημερωμένα, σκεπτόμενα, συνειδητοποιημένα, με πνευματική εγρήγορση και κριτική σκέψη. Ο δυνητικός πλούτος πληροφοριών θα άνοιγε ευρύτατα πεδία στην προωθημένη σκέψη και θα έστρωνε τον δρόμο για μια κοινωνική αλλαγή, επιτεύξιμη από το μεγάλο σύνολο του πληθυσμού.

Αντ’ αυτού όμως τι αντικρίζουμε; Δισεκατομμύρια ανθρώπους ανά την υφήλιο όχι μόνο να παρακολουθούν αποχαυνωμένοι από τον καναπέ τους (ή την καρέκλα τους, το πάτωμά τους, το χώμα τους ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο) ώρες ολόκληρες, ακόμα και ενόσω κοιμούνται, τα διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα, αλλά ταυτόχρονα να μην παρουσιάζουν κανένα σημάδι κοινωνικής ωρίμανσης, να μην στέλνουν κανένα ελπιδοφόρο κοινωνικό μήνυμα και εν τέλει όχι απλά να μην δραστηριοποιούνται αλλά αντιθέτως να μεταμορφώνονται σε παθητικά άβουλα όντα, χωρίς ενδιαφέροντα, χωρίς πρωτοβουλίες, χωρίς ενεργό εγκέφαλο.

Νομίζω πρέπει να αναρωτηθούμε «γιατί και πώς ένα αναμφίβολα πρωτοποριακό μέσο, που υποσχόταν σημαντικές θετικές αλλαγές κατέληξε να αποτελεί μια μάστιγα που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ανθρώπινης σκέψης, ένα είδος αρρώστιας που απλά πατάει το off στις λειτουργίες του μυαλού;» (εντάξει προφανώς είμαι λιγάκι υπερβολικός, αλλά πάνω κάτω, ας το παραδεχτούμε, αυτό κάνει). Αρχικά θεωρώ ότι αυτή η εξέλιξη έχει να κάνει με την γενικότερη αλλοτρίωση των σημερινών κοινωνιών.

Όσον αφορά λοιπόν την τηλεόραση δύο είναι τα σημεία στα οποία θα ήθελα να σταθώ. Το πρώτο είναι η γενικότερη έλλειψη διεξόδων στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου και το δεύτερο η αδυναμία να εκμεταλλευτεί ακόμα και αυτές τις λίγες που δημιουργούνται. Έτσι, βλέπουμε μια κοινωνία με δυνατότητες που φάνταζαν επιστημονική φαντασία πριν από λίγα μόλις χρόνια να διαβιεί σε συνθήκες που προφανώς δεν ταιριάζουν στην εξέλιξη των μέσων παραγωγής, μια απίστευτη και αναίτια σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων και εκμεταλλεύσιμων φυσικών πόρων που οδηγεί σε μια καθημερινή ρουτίνα- αγώνα επιβίωσης. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα τόσο η διαρκής «μάχη» του ανθρώπου (την οποία εμείς στον «ανεπτυγμένο κόσμο» δεν μπορούμε να βιώσουμε απόλυτα σε σύγκριση με το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού) όσο και η αντίφαση που περιγράψαμε προηγουμένως οδηγούν σε μια κατάσταση όπου, όπως ανέφερα και προηγουμένως, η τηλεόραση φαντάζει η μόνη διαφυγή, το μόνο μέσο που υπόσχεται απόλυτη ελευθερία επιλογών.

Όταν όμως κανείς δεν έχει μάθει πώς να αξιοποιεί την ελευθερία του σε πραγματικές συνθήκες, όταν γνωρίζει την έννοια της ελεύθερης επιλογής μόνο από τις ταινίες του Hollywood και τα διάφορα best seller βιβλία με τους φανταστικούς ήρωες που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους (και αυτό είναι μάλλον που τους κάνει ήρωες στα μάτια μας), τότε πώς μπορεί κάποιος να περιμένει ότι θα βρεθεί η δύναμη από κάποιον να ελέγξει τη δύναμη ενός μέσου με τόσες δυνατότητες; Το αναμενόμενο είναι μάλλον ακριβώς το αντίθετο: η ίδια η δύναμη της τηλεόρασης στρέφεται τελικά ενάντια σε μια ανήμπορη να την ελέγξει κοινωνία, εκμεταλλευόμενη από ιδιώτες και φυσικά τα ίδια τα κράτη σε μια «εκστρατεία» μαζοποίησης, πλύσης εγκεφάλου, νέκρωσης της πνευματικής εγρήγορσης και της δημιουργικής σκέψης. Είναι άλλωστε γνωστό ότι κανένα ανταγωνιστικό σύστημα, όπως είναι ο καπιταλισμός, δεν επιθυμεί σκεπτόμενους πολίτες.

Οδηγούμαστε λοιπόν στην καταστροφολογία; Δεν είμαστε, δεν ήμασταν και δε θα είμαστε ποτέ έτοιμοι να αποκομίσουμε θετικά από την τηλεόραση ή από αντίστοιχες τεχνολογικές καινοτομίες; Είμαστε έρμαια εκμεταλλευτών που καθορίζουν τη ζωή μας εν αγνοία μας; Δε νομίζω. Η τεχνολογική εξέλιξη είναι σύμφυτη με την σύγχρονη κοινωνία και κουλτούρα. Η ανθρωπότητα είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει την τηλεόραση θετικά. Άλλωστε όπως είχε πει και ο Καρλ Μαρξ καμιά κοινωνία δε δημιουργεί προβλήματα τα οποία δεν μπορεί δυνητικά να λύσει. Ζούμε σε μια εποχή όπου όλα μας τα προβλήματα, όλες μας οι δυσκολίες, οτιδήποτε φαντάζει αδύνατο να βελτιωθεί στην πραγματικότητα υπάρχει για να βρει την λύση του. Οποιαδήποτε στιγμή είμαστε ικανοί να φτύσουμε την τσίχλα που δεν μας αρέσει και να μην την ξαναχρησιμοποιήσουμε (όχι την συγκεκριμένη που φτύσαμε προφανώς, γενικότερα τις τσίχλες). Και αυτό δε θα σημαίνει εξάλειψη της τσίχλας ως παραγώγιμο είδος. Θα οδηγήσει σε βελτίωσή της γεύσης τους και της ποιότητάς τους. Το ερώτημα είναι, τι είναι τελικά αυτό που μας αρέσει;

Χρόνια Πολλά!

Όχι όχι δε γιορτάζουμε κάτι. Στις 20 Ιουλίου δε γιορτάζουμε κάτι. Δηλαδή σύμφωνα με το χριστιανικό εορτολόγιο γιορτάζουν οι: Ηλίας, Λιας, Ηλιάκος, Λιάκος, Λίτσος, Λιάκουρας, Ηλιάνα, Λιάνα αλλά μετά βαθύτατης λύπης οφείλω να ομολογήσω ότι δεν απευθύνομαι σε κανέναν τέτοιον (αν και αναμφίβολα μέσα στους εκατομμύρια αναγνώστες του blog θα υπάρχουν και άτομα με αυτά τα ονόματα). Από την άλλη ίσως να ήταν θεμιτό να γιορτάσουμε την 458η επέτειο ασίγαστης αποτρόπαιης ανθρώπινης ηλιθιότητας ή αλλιώς να ευχηθούμε για την πρώτη φορά από την μέρα που ξεστομίστηκε αυτή η απαίσια φράση (τυχαίος είναι ο αριθμός). Αλλά δεν πρόκειται για καμία ευχή πάνω σε αυτόν τον πλανήτη να χρησιμοποιήσω το «χρόνια πολλά».

Τώρα θα μου πείτε προς τι τέτοιο μίσος για μια απλή ευχούλα. Πρώτα απ’όλα επειδή αδυνατώ να την κατανοήσω. Και δεν πιστεύω ότι είμαι ο μόνος. Τόσα χρόνια μας πιπιλάνε τα αυτιά για το πόσο δύσκολη είναι η ζωή, ότι πρέπει να δουλεύουμε, να ανεχόμαστε διάφορα άσχημα και άδικα πράγματα, ότι τα γηρατειά είναι γεμάτα δυσκολίες. Φυσικά, παρ’όλα αυτά, η ζωή είναι πολύ ωραία. Βεβαίως είναι ωραία, φαίνεται όταν από τα 70 θα πρέπει να ξοδεύεις ολόκληρο το τεράστιο ποσό της σε λίγα χρόνια ανύπαρκτης κοινωνικής πρόνοιας σε φάρμακα (για να μην μιλήσω για νωρίτερα). Γιατί λοιπόν να ζήσουμε χρόνια πολλά; Για να βασανιζόμαστε; Ποιος τέλος πάντων μπορεί να μου εξηγήσει αυτή την αντίφαση;

Από την άλλη θα με πούνε απαισιόδοξο. Γιατί βασανιζόμαστε; Πού ζούμε δα; Σε καμιά αλλοτριωμένη κοινωνία; Σε μια εποχή που ένα μάτσο παραλληλόγραμμα χαρτιά αξίζουν περισσότερο από την ζωή ενός έμβιου όντος; Σε έναν κόσμο που οι λέξεις αρμονία και ευτυχία είναι ταυτόσημες με την ουτοπία; Ε όχι, είμαι απαισιόδοξος που τα λέω αυτά. Ας ζήσουμε χρόνια πολλά και ας απολαύσουμε αυτό τον υπέροχο πλανήτη που χε την μεγάλη τύχη να έχει τον άνθρωπο στην κορυφή της τροφικής του αλυσίδας.

Ναι νευριάζω. Νευριάζω επειδή έχουμε καταφέρει να καταστρέψουμε ακόμα και τις ευχές μας. Γιατί ακόμα και μια απλή καλοπροαίρετη φράση έχει καταλήξει να μην έχει νόημα. Να λέμε χρόνια πολλά από συνήθεια, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Δεν μας ενδιαφέρει αν θα είναι χρόνια καλά, εποικοδομητικά, χρόνια προόδου, εξέλιξης, βελτίωσης. Αρκεί να είναι πολλά. Έτσι, για να χουμε να πούμε κάτι.

Δε θα μιλήσω καν για το θέμα της δεισιδαιμονίας. Προφανώς και επειδή λέμε την ευχή αυτό δε σημαίνει ότι θα πιάσει. Αλλά εδώ εξετάζουμε απλά την τυπικότητα της φράσης. Και μάλιστα την κραυγαλέα αρνητικά χρωματισμένη τυπικότητα. Γιατί είναι άλλο να μην πιάνει μια ευχή και άλλο να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην πιάσει. Όταν ευχόμαστε χρόνια πολλά σε έναν άνθρωπο και την ίδια στιγμή καταστρέφουμε οι ίδιοι την κοινωνία μας, όταν του παίρνουμε για δώρο ό,τι πιο άχρηστο έχει σκεφτεί ο ανθρώπινος νους, απλά και μόνο επειδή το παρασκευάζει η αγαπημένη μας εταιρία με εργοστάσια απαρτισμένα από 6χρονα του τρίτου κόσμου (εμείς είμαστε ο πρώτος, κάνουμε ό,τι θέλουμε στους κατώτερους) και ταυτόχρονα διαβιούμε σαν να παίζουμε τα αλλοτριωμένα ρομποτάκια και υποσκάπτουμε την ίδια μας την ζωή και την ζωή των επόμενων γενιών, τότε ποιο είναι ακριβώς το νόημα της ευχής;

Δε θα πω ούτε για το πώς οι γιορτές έχουν απλά καταλήξει να αποτελούν την μοναδική μας διέξοδο από την μιζέρια της καθημερινότητας, ότι έχουμε καταλήξει τόσο μικρόψυχοι, τόσο δυστυχισμένοι, τόσο αποπροσανατολισμένοι, που μια επίφαση χαράς μας αγγίζει με το πρώτο υποκριτικό χαμόγελο, με την πρώτη ψεύτικη καλή κουβέντα. Δε θα το πω γιατί πάλι θα κατηγορηθώ για απαισιοδοξία. Αλλά πώς ακριβώς τα χρόνια πολλά υποτίθεται ότι μας κάνουν να ξεχνάμε τέτοια πράγματα; Αν ζήσω χρόνια πολλά και είναι ίδια κατ’ ουσίαν το ένα με το άλλο, θέλει αρκετή προσπάθεια για να μην καταφέρω να ανακαλύψω μόνος μου τέτοιες πικρές αλήθειες. Μήπως ταυτόχρονα με την ευχή μακροβιότητας ευχόμαστε και χρόνια τύφλωση, γρήγορο αλτσχάιμερ ή κάποιου είδους περίεργη ασθένεια που προκαλεί φυγή από την πραγματικότητα; Ίσως να έπρεπε. Αλλά μάλλον εννοείται, οπότε δεν υπάρχει λόγος να διαιωνίσουμε άλλη μια απαίσια τυπικότητα.

Και δηλαδή να μην ευχόμαστε; Θα ήταν λύση αυτό; Δε νομίζω ότι το να μην ευχόμαστε θα οδηγούσε σε κάποια άμεση καταστροφή του πλανήτη, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι στην παρούσα φάση το να σταματήσουμε να ευχόμαστε δε θα άλλαζε κάτι προς το θετικό. Άρα όχι, αυτή η ισοπέδωση δεν αποτελεί την προτεινόμενη λύση μου. Θα έλεγα μάλιστα ότι ούτε καν το χρόνια πολλά ως φράση δεν υφίσταται στη σκέψη μου ως πρόβλημα. Αυτό που είναι πρόβλημα είναι η αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να κατανοήσει ακόμα και τα πιο αυτονόητα πράγματα, όπως ότι μια ευχή έχει αξία όταν την εννοείς. Το να επαναλαμβάνεις σε όλο τον κόσμο 2 λεξούλες απροσδιόριστου νοήματος επειδή έτσι σου έμαθε η προγιαγιά σου δε σημαίνει ότι είσαι καλύτερος άνθρωπος ή ότι επιτέλεσες κάποιου είδους κοινωνικό έργο. Μάλλον προσπαθείς να βγεις από την υποχρέωση παρά να ευχηθείς. Αυτό δείχνει το ποιόν των ανθρώπινων σχέσεων όπως έχουν διαμορφωθεί μέσα από χρόνια αλλοτριωμένων σχέσεων εργασίας και κατ’ επέκταση αλλοτριωμένων σχέσεων κοινωνικοποίησης και ικανοποίησης απλών αναγκών.

Αν έπρεπε να κάνω μια λίστα με 3, 5, 10 πράγματα που θα έπρεπε να αλλάξουν στον κόσμο, οι ευχές δε θα συγκαταλέγονταν μέσα σε αυτήν. Και αν ήθελα να προτείνω λύσεις για να αλλάξει αυτή η παρακμιακή κατάσταση του σήμερα οι ευχές δε νομίζω ότι θα με απασχολούσαν σε πρώτη φάση. Όμως αν είναι μια ακόμα συνιστώσα στο εποικοδόμημα, η απλοϊκότητά της την κάνει τουλάχιστον πρόδηλο στόχο για μια πρώτη κίνηση προς την πρόοδο.

Όσο κι αν ήμουν απαισιόδοξος σε όλο το κείμενο, όσο κι αν πικρόχολα σε κάποια σημεία προσπάθησα να υποβαθμίσω το νόημα που έχουν οι ευχές, θέλω απλά να δηλώσω ότι οι λέξεις και οι φράσεις νοηματοδοτούνται περισσότερο από το περιεχόμενο που τους δίνουμε παρά από κάποιου είδους αυθύπαρκτη θετική ή αρνητική χροιά. Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω την ευχή περί της οποίας γίνεται λόγος με ένα επίθετο, θα την χαρακτήριζα ως «καμένη». Γιατί πλέον δύσκολα στο μυαλό μας μπορεί να εκλάβει άλλες διαστάσεις πέρα από τις απλές τυπικές που της έχουμε αποδώσει. Είμαι της πεποίθησης ότι οι ευχές και τα λόγια μας γενικότερα οφείλουν να ανταποκρίνονται στις πράξεις μας, αλλιώς είναι απλά υποκριτικά, είτε θέλουμε να το δεχτούμε είτε όχι. Διαφωνώ με την ύπαρξη των διαφόρων γιορτών εν γένει, πιστεύω ότι κάθε μέρα είναι μια γιορτή και ταυτόχρονα μια κοπιώδης (με την καλύτερη έννοια) ευκαιρία για πρόοδο. Αλλά για οποιονδήποτε λόγο κι αν καλούμαστε να ευχηθούμε πιστεύω ότι πρέπει πάνω από όλα να είμαστε ειλικρινείς τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τους άλλους, τα «αντικείμενα» των ευχών μας. Για αυτό ή θα πρέπει να πάψουμε να λέμε «χρόνια πολλά» ή να κάνουμε κάτι για να μεταφράσουμε αυτά τα λόγια σε πράξη.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Το πέρασμα σε μια άλλη εποχή

Αν και δε θα θελα πάλι να ξεκινήσω μιλώντας για μένα, αναγκάζομαι εκ των συνθηκών να το κάνω, όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά απλά διότι δεν μπορώ να σκεφτώ πιο κατάλληλο τρόπο να σας εισάγω στο θέμα. Σήμερα λοιπόν ήταν η ορκωμοσία μου. Και πέρα από τα συγχαρητήρια και τα μπράβο που αναμφίβολα μου αξίζουν και με κάνουν να νιώθω περήφανος και μαγεμένος από την αγάπη σας και την ευτυχία του πλανήτη για αυτό μου το επίτευγμα νιώθω την ανάγκη να παραθέσω ορισμένες σκέψεις μου όσον αφορά αυτό το συμβάν.

Η αστική κοινωνία και η νοοτροπία που έχει υποβάλλει ως θέσφατο στον σημερινό άνθρωπο δεν του επιτρέπει φυσικά να αμφισβητήσει τέτοιου είδους χαρές και πανηγύρια, ειδικά εφόσον έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση, την μόρφωση, το πέρασμα σε ένα ανώτερο στάδιο της ζωής. Και βέβαια δε διεκδικώ δάφνες προοδευτικής ποιότητας ως ο μόνος που μπορώ να φέρω αντίρρηση σε αυτό. Απόδειξη το ότι μέχρι στιγμής δεν μου είχε περάσει ποτέ κάτι τέτοιο από το μυαλό. Το σημερινό «σοκ» όμως ήταν μια αφορμή να κάνω λίγο ακόμα πέρα τα άπειρα μικροαστικά μου κατάλοιπα και να δω κριτικά και αυτή την τόσο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του σύγχρονου πολιτισμένου πεπαιδευμένου και πάνω απ’όλα επιτυχημένου ανθρώπου.

Βλέποντας το πτυχίο (τα 2 αντίγραφά του συγκεκριμένα) ένιωσα κάπως περίεργα. Και ειδικά μετά από την διαδικασία που είχε προηγηθεί, της οποίας τον όρκο και το όλο κλίμα δε θα ήθελα να σχολιάσω, διότι ελπίζω να χετε όλοι σας τη χαρά κάποια στιγμή να παραβρεθείτε σε μια τέτοια εκδήλωση και να αντικρύσετε μόνοι σας την γελοιότητα που μπορεί απλόχερα να χαρίσει ο κραυγαλέος αστικός συντηρητισμός. Συνειδητοποίησα όμως ότι μικρή είναι η διαφορά μεταξύ της μικροαστικής απόδειξης γνώσεων και της επίσης μικροαστικής απόδειξης χρηματικών ανταλλαγών και έγκειται κυρίως στο ότι η πρώτη είναι πιο απεχθής, πιο φαιδρή, πιο αλλοτριωμένη, πιο προσβλητική για το ανθρώπινο πνεύμα και την ανθρώπινη εξέλιξη.

Παίρνοντας στα χέρια μου όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά που αποδεικνύουν τις γνώσεις μου πάνω στο αντικείμενό μου ήταν σαν να παίρνω απόδειξη για το καινούριο μου σκουπάκι τουαλέτας. Και για όσους δεν κατάλαβαν την αναλογία ή βαριούνται να την σκεφτούν, αν η λεκάνη είναι η κοινωνία και η απόδειξη το πτυχίο, μαντέψτε ποιος είναι το σκουπάκι. Όταν μάλιστα η λεκάνη έχει ήδη το μαύρο της το χάλι, τι να σου κάνει το καημένο;

Όταν οι ανθρώπινες σχέσεις παρακμάζουν δεν μπορεί παρά να έχουμε ως αιτία και ταυτόχρονα αποτέλεσμα και την παρακμή της κοινωνίας. Σε μια εποχή τόσων δυνατοτήτων επικοινωνίας το να στηρίζεται η πρόοδος σε απλά χαρτιά είναι μάλλον αναχρονιστικό και λυπηρό. Καλούμαστε να επιδεικνύουμε σωρούς εγγράφων παρά να μιλάμε, να γράφουμε, να συνεννοούμαστε ανθρώπινα. Και όταν αυτό γίνεται κουλτούρα, όταν επικροτείται, όταν δεν τίθεται θέμα αμφιβολιών ως προς την ορθότητα και την αποτελεσματικότητά του, τότε είναι σαν να καταδικάζουμε τις ανθρώπινες σχέσεις και την εξέλιξη της ανθρωπότητας σε απροσωπία.

Οι γνώσεις δε χρειάζονται αποδεικτικά. Όταν υπάρχουν αυτό φαίνεται στο ποιόν του καθενός, η παιδεία φαίνεται στην ικανότητα του ατόμου να νιώθει ευτυχισμένο στην κοινωνία του, ακόμα κι όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες. Αποδεικτικά χρειάζονται μόνο αυτοί που δεν έχουν άλλο τρόπο να δείξουν ότι ξέρουν, όσοι ουσιαστικά δεν αξίζουν πραγματικά μια τέτοια απόδειξη. Και όταν κάποιος που δεν αξίζει παίρνει τέτοιο δώρο από την κοινωνία του μεταμοντερνισμού και του νεοφιλελευθερισμού, όταν μάλιστα νιώθει μια διάχυτη ευτυχία για αυτή του την επίτευξη, τότε γίνεται κι αυτός μέρος της. Η εκπαίδευση που στρέφει τους ανθρώπους στην υποστήριξη των δεδομένων αρχών και όχι στην πρόοδο και την εξέλιξη είναι μια εκπαίδευση στραμμένη στον συντηρητισμό, στραμμένη στον αναχρονισμό, στραμμένη στην απώλεια κάθε οράματος για βελτίωση.

Επομένως δεν μπορώ πλέον να πιστέψω ότι η αλλαγή μπορεί να επέλθει από μια αλλοτριωμένη πλέον εκπαίδευση. Οι νέες ιδέες δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορούν εύκολα να προέλθουν από τον χώρο αυτόν ή τουλάχιστον πρέπει σταδιακά να κατανοήσουμε ότι οι ελπίδες για αλλαγή οφείλουν σταδιακά να βρεθούν αλλού. Χωρίς να αρνούμαι προσωπικά την προσπάθεια, χωρίς να έχω διάθεση να εγκαταλείψω, θεωρώ πλέον δεδομένο ότι ο ακαδημαϊκός χώρος μπορεί να λειτουργήσει μόνο βοηθητικά προς μια νέα κατεύθυνση. Η μόνη άλλη λειτουργία που μπορεί να επιτελέσει είναι δυστυχώς η ανασταλτική.