Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Το άγιο φως του ανόσιου σκότους

Επειδή είναι αλήθεια ότι καμιά φορά πρέπει να τιμάμε το όνομά μας (του blog) και επειδή πού να βρεθεί καλύτερη ευκαιρία από τις μέρες αυτές, είπα να γράψω και πάλι- με την ελπίδα βέβαια ότι δε θα σας κουράσω πολύ- μερικές σκέψεις για αυτό το φαινόμενο που ονομάζουμε, και πολύ καλά κάνουμε, θρησκεία. Αφορμή για αυτό δε στάθηκε, είναι η αλήθεια, κάποια θεία φώτιση που μου χάρισαν οι ημέρες αυτές, αλλά ένα αρθράκι- ανακοίνωση που διάβασα στο διαδίκτυο με τον τίτλο «Με τιμές αρχηγού κράτους φθάνει στην Αθήνα το Άγιο Φως» και κάποια συζήτηση που είχα γύρω από αυτό.

Πέρα από την αρχική αηδία που ένιωσα διαβάζοντας αυτόν τον τίτλο, αλλά και τις άσχημες παρενέργειες που η ανάγνωση του ίδιου του άρθρου μου προκάλεσε (εμ, ας μην το διάβαζα θα μου πείτε, τι να κάνω, δεν μαθαίνω έτσι εύκολα από τα λάθη μου), δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ και λίγο πέρα από αυτό το απλό θρησκευτικό πνεύμα που απέρρεε από το άρθρο. Όχι ότι πήγα και πολύ βαθιά δηλαδή, έτσι τα πάνω πάνω, αλλά ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να αντιληφθώ κάτι.

Κι αυτό το κάτι ήταν το εξής: Μπορούμε κάλλιστα να αντιληφθούμε τον ιστορικό ρόλο της θρησκείας, το πώς αυτή με θετικό ή αρνητικό τρόπο επηρέασε την ανθρώπινη εξέλιξη και το πώς σήμερα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο που έχει φτάσει. Η θρησκεία μέσα από τους θεσμούς της έδωσε ένα υπόβαθρο στην ανθρώπινη ανάγκη για εύρεση λύσεων έξω από τον δικό του κόσμο λόγω της απόγνωσης που επέφεραν στην κοινωνία οι αλλοτριωμένες εκμεταλλευτικές σχέσεις στον τομέα της παραγωγής. Πιο απλά, το γεγονός ότι ο άνθρωπος ως μεμονωμένο ον αλλά και ως κοινωνικό ον μέσα σε μια συλλογικότητα αδυνατούσε να εξεύρει λύσεις σε στοιχειώδη προβλήματά του (όπως το να τραφεί), ενώ την ίδια στιγμή αντιλαμβανόταν την ύπαρξη εκμεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε βάρος του (σχέσεις εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου, αφέντη δούλου, φεουδάρχη- δουλοπάροικου, καπιταλιστή- εργάτη), τον οδήγησε σε μια απαξίωση της επί γης ζωής και την αναζήτηση της ευτυχίας σε ένα ανώτερο υπερφυσικό ον. Αυτήν την ανάγκη του ανθρώπου υποστασιοποίησε η θρησκεία μέσα από την «γραφειοκρατία της».

Αυτά όμως είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Το βασικό ζήτημα δεν είναι αυτό. Η θρησκεία υπήρξε και καλώς υπήρξε και πολύ κόσμο έσωσε κτλ. Προφανώς ως μέρος μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας και μάλιστα ως μέλος της άρχουσας τάξης της κατά την μεγαλύτερη περίοδο της ύπαρξής της (όπου η κάθε θρησκεία εμφανίστηκε) είχε κατά βάση ανασταλτικό και μάλλον αρνητικό ρόλο, αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν υποβαθμίζει την αξία της και το ιστορικό της «καθήκον». Πού όμως σταματάει αυτό;

Το να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό δεν είναι κάτι απλό. Είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμία ταμπέλα με την ένδειξη STOP που να ορίζει το τέλος της διαδρομής ενός ιστορικού φαινομένου. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι στον δυτικό κόσμο η θρησκεία περνάει μια μεγάλη φάση παρακμής (κάτι που δεν ισχύει στον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο», όπου διάφορα δόγματα έχουν εκατομμύρια νέους οπαδούς), η οποία ίσως είναι και ο επιθανάτιος ρόγχος της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η θρησκεία σήμερα αποτυπώνει ίσως τις πιο συντηρητικές απόψεις μέσα στο κοινωνικό σύνολο και από αυτή την άποψη είναι και η κυριότερη (και ευκολότερη να υπερβεί κανείς) αντίφαση την οποία καλείται να αντιμετωπίσει κάποιος στην πορεία του προς μια πιο πλέρια κατανόηση της πραγματικότητάς του (ακόμα κι εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε «θετικά στοιχεία» της θρησκείας ως φαινομένου). Έτσι είναι αυτή που συγκεντρώνει τα περισσότερα πυρά από τις «προοδευτικές» δυνάμεις αλλά προβάλλει και την πιο σθεναρή και λυσσαλέα αντίσταση.

Η παγίδα στην οποία μπορεί κανείς να πέσει εξαιτίας αυτού είναι το να φετιχοποιήσει την θρησκεία. Κι αυτό δε σημαίνει απαραίτητα να πιστεύει, να πηγαίνει στην εκκλησία, να νηστεύει, να ταΐζει τους φτωχούς, να περνάει τους γέρους απέναντι κτλ. Μπορεί να σημαίνει και το ακριβώς αντίθετο. Στην προσπάθειά μας να άρουμε την θεοποίηση της θρησκείας από τη συνείδησή μας, όπως αυτή έχει εντυπωθεί από την κοινωνική μας εμπειρία, ελλοχεύει ο κίνδυνος να την δαιμονοποιήσουμε, να της προσδώσουμε δηλαδή ένα χαρακτηριστικό τέτοιο που θα την θεωρεί κάτι περισσότερο από ένα ακόμα ιστορικό φαινόμενο. Η προσβολή της θρησκείας, ο χλευασμός της και η απαξίωσή της δεν είναι πανάκεια, δεν πρόκειται να λύσουν κανένα κοινωνικό πρόβλημα. Το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι υποσυνείδητα εξακολουθούμε να την αντιμετωπίζουμε ως κάτι υπερφυσικό, ως κάτι διαφορετικό, μόνο που τώρα δεν το πιστεύουμε επειδή το φοβόμαστε, αλλά προσπαθούμε να δείξουμε ότι δεν το φοβόμαστε για να αποδείξουμε ότι δεν το πιστεύουμε.

Κοινώς, δε χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε τη θρησκεία με βάση τις προκαταλήψεις και τα ταμπού μας, διότι με αυτόν τον τρόπο απλά τα αναπαράγουμε. Και για να επιστρέψουμε στο αρθράκι που προανέφερα, δεν υπάρχει ταυτόχρονα και κανένας λόγος να μην επισημαίνουμε τα λάθη, τις κραυγαλέες αντιφάσεις που η ίδια η θρησκεία με περίσσιο θράσος αναδεικνύει. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε και αυτήν όπως και καθετί άλλο, με βάση τα πλεονεκτήματα και τα ελαττώματά της και να μην έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά όταν εξετάζουμε συγκεκριμένα φαινόμενα Επομένως, σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης για την χώρα, είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζουν κάποιοι τις εκκλησιαστικές τυπολατρικές διαδικασίες με τρόπο τέτοιον που να απαξιώνουν την ίδια την ανθρώπινη ζωή, τον ίδιο τον ανθρώπινο πόνο, την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν έχει σημασία αν το «Άγιο Φως» είναι απλά ένα κερί που ταξιδεύει πρώτη θέση στο αεροπλάνο ή η φλογερή ανάσα του Θεού (μετά από 2 πακέτα trident fire πιθανότατα ή όπως θέλουν να το εξηγήσουν οι διάφοροι «θεολόγοι»). Αυτό που κυρίως έχει σημασία είναι ότι είναι προκλητικό να συμπεριφερόμαστε σε μια φωτιά, όποια αξία και αν της προσδίδουμε, με πιο ανθρώπινο τρόπο απ’ όσο επιδεικνύουμε απέναντι στους συνανθρώπους μας. Την ίδια στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν άμεσο πρόβλημα επιβίωσης είναι τουλάχιστον γελοίο να αντικρίζουμε ολόκληρη την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία του κράτους να υποκρίνεται (τώρα θυμήθηκαν τις χριστιανικές καταβολές τους;) και μάλιστα να αυτοπροβάλλεται για αυτό. Αυτό δεν είναι ζήτημα της θρησκείας και της αναγκαιότητάς της, είναι ζήτημα στοιχειώδους λογικής, η οποία επιβάλλει ότι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του είναι υπεράνω αστικών γελοιοτήτων. Ο άνθρωπος χρειάστηκε την θρησκεία για να τον βοηθήσει στην επιβίωσή του (άσχετα αν το επέτυχε ή όχι). Αποτελεί τεράστια ιστορική ειρωνεία (αν και αναμενόμενη) το γεγονός ότι είναι η ίδια η θρησκεία σήμερα αυτή που αποπροσανατολίζει συνειδητά και προκλητικά τους ίδιους αυτούς ανθρώπους και παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε παιχνίδια που στρέφονται άμεσα εναντίον τους.

Κι αυτές οι κατηγορίες δεν έχουν τίποτα να κάνουν με έλλειψη σεβασμού προς τη θρησκεία ή τα πιστεύω κάποιων ανθρώπων. Αντιθέτως είναι η απλή προσπάθεια εκλογίκευσης ενός θεάτρου του παραλόγου που εκτυλίσσεται αδιάντροπα μπροστά στα μάτια μας. Η εξολόθρευση ανθρώπου από άνθρωπο προς επίτευξη της επιβίωσης του ενός είναι επίσης ένα ιστορικό φαινόμενο πολύ σημαντικό για το ανθρώπινο είδος, κατάλοιπα του οποίου βλέπουμε σήμερα στους μεγάλους και αιματοκυλισμένους πολέμους. Αν όμως κάποιος κατηγορήσει τις κυβερνήσεις επειδή διαπράττουν εγκλήματα στον πόλεμο και αποφανθεί ότι αυτό είναι ανήθικο, άρρωστο και λάθος, θα κατηγορηθεί ότι είναι βλάσφημος και δε σέβεται; Δε σέβεται ποιους; Τους εκατομμύρια στρατιώτες που πήγαν να πολεμήσουν ή τις ηγεσίες που τους στείλανε; Γιατί λοιπόν αν προσβάλλουμε τις αηδιαστικές φαιδρότητες της εκκλησιαστικής ηγεσίας να κατηγορούμαστε ως «μη διακριτικοί» απέναντι στους πιστούς; Υπάρχουν συγκεκριμένα όρια μεταξύ της πίστης και της εκμετάλλευσής της από την άρχουσα τάξη. Κι αυτά τα όρια μάλιστα αλλάζουν ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες. Η υποδοχή μιας φλόγας με τεράστιες δαπάνες και πλουσιοπάροχες κιτς τελετές δε νοείται μέσα σε μια κοινωνία που καταρρέει από κάθε γωνία της.

Αντιδράσεις οι οποίες εθελοτυφλούν μπροστά σε αυτόν τον διαχωρισμό και βαφτίζουν όλες τις πτυχές της θρησκείας «ιερές και όσιες» και άρα προτάσσουν απαγορευτικό σε κάθε είδους κριτική αποδεικνύουν απλά το γεγονός ότι η θρησκεία, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει βαθιές ρίζες στο κοινωνικό υποσυνείδητο, ρίζες που μόνο με μεγάλες αλλαγές και ανατροπές μπορούν εξαλειφθούν. Και ακριβώς επειδή η βάση της θρησκείας βρίσκεται βαθιά καθίσταται δύσκολο να κατανοήσουμε την πραγματική μορφή του εποικοδομήματός της. Μόνο όταν αποφασίσουμε να αντιμετωπίσουμε την θρησκεία ως μια προσπάθεια εξυπηρέτησης ανθρώπινων αναγκών θα την αποφετιχοποιήσουμε και θα προσπαθήσουμε να την δούμε κριτικά. (βέβαια για να συμβεί αυτό χρειάζονται συγκεκριμένες αλλαγές στις παραγωγικές διαδικασίες κτλ. οπότε το παραπάνω παρατίθεται αρκετά αφοριστικά, αλλά κατά τη γνώμη μου κατανοητά) Η μη κριτική προσέγγισή της είναι η ίδια μια προσβολή απέναντι στον άνθρωπο και τη διάνοιά του και ως εκ τούτου είναι αυτή που είναι καταδικαστέα και όχι το αντίθετό.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Λίγα συγχαρητήρια και κάποιες σκέψεις για τους κριτές της κρίσης

Πολλές φορές οι συνθήκες που σου στερούν τον χρόνο να διαβάσεις, να σκεφτείς, να γράψεις γίνονται τόσο απάνθρωπα σκληρές, τόσο άδικες, τόσο εξωφρενικές, που σε αναγκάζουν να βρεις αυτόν τον απαραίτητο χρόνο για να τις περιγράψεις και κυρίως για να τις ξεμπροστιάσεις. Μια τέτοια στιγμή είναι και η τωρινή. Βέβαια πολλές φορές προσκολλόμαστε στον μικρόκοσμό μας και αρνούμαστε να αντιληφθούμε ότι δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος, για αυτό άλλωστε αρνηθήκαμε εδώ και χρόνια να δούμε ότι αυτές οι συνθήκες κι ίσως και χειρότερες ήταν ο κανόνας σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ότι η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη και προφανώς δε θα είναι και η τελευταία η οποία καλείται να υποστεί τις συνέπειες αυτών απέναντι στα οποία για δεκαετίες έκλεινε τα μάτια. Αντί όμως να απολογούμαστε για την εθελοτυφλία μας, θα ήταν πιο πρόσφορο να αντικρύσουμε την πραγματικότητα και να αναλογιστούμε πώς δρούμε από δω και πέρα.

Και το πρώτο βήμα είναι να εξετάσουμε τι είναι αυτό που μας έφερε ως εδώ. Ως το σημείο του να δημιουργούμε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να φυλακίζουμε απροκάλυπτα όποιον να ‘ναι, να κάνουμε, να βλέπουμε και ακόμα να επικροτούμε τις περίφημες «επιχειρήσεις σκούπα» στις πόλεις, όπου πιάνουμε χωρίς λόγο όποιον να ‘ναι, να κατηγορούμε όποιον να ‘ναι, να υποστηρίζουμε όποιον να ‘ναι, να ψηφίζουμε όποιον να ‘ναι.

Όταν το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε το 1830 ήταν σε όλους φανερές οι αδυναμίες του. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα αγροτική, κατεστραμμένη από τον πόλεμο που είχε προηγηθεί και είχε διαρκέσει σχεδόν 10 χρόνια, με εσωτερικές διαμάχες, περιορισμένα σύνορα και άρα περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ενώ ήδη χρωστούσε μεγάλα δάνεια τα οποία είχε συνάψει κατά τα επαναστατικά χρόνια. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένα de facto διεθνές προτεκτοράτο με, θα λέγαμε, εντεταλμένες κυβερνήσεις, κυβερνήσεις που ήταν εμφανές ότι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα αυτών που δημιούργησαν το κράτος με σκοπό φυσικά να απολαύσουν ακριβώς αυτά τα συμφέροντα.

Οι αντιφάσεις που τα παραπάνω δημιουργούσαν σε συνδυασμό με τα κατάλοιπα που είχαν απομείνει στους πληθυσμούς της περιοχής από την μεγάλη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας που είχε προηγηθεί προκαλούσαν λογικά και αναμενόμενα κωλύματα στην ορθολογική και ομαλή εξέλιξη της κοινωνίας του ελληνικού βασιλείου. Για αυτό δεν έφταιγε βέβαια καμία «κακιά» ελληνική νοοτροπία, ούτε κάποιοι «άνανδροι» ξένοι εκμεταλλευτές, ούτε οι «αμαρτωλοί» πολιτικοί, ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Σέρβοι ούτε οι εξωγήινοι. Ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο διεθνές πολιτικοοικονομικό σκηνικό αυτές που κρατούσαν εκατομμύρια Έλληνες, όπως και εκατομμύρια Τούρκους, Ούγγρους, Γερμανούς, Άγγλους, Ινδούς κτλ. πίσω από τις δυνατότητες που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που οι ίδιοι υπηρετούσαν, μπορούσε να προσφέρει. Ή, πιο συγκεκριμένα, η μεταχείριση της Ελλάδος ως διεθνούς αποικίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μιας χώρας δηλαδή χωρίς ουσιαστική ανεξαρτησία (η Ελλάδα αδυνατούσε να διαμορφώσει ανεξάρτητη πολιτική σε κρίσιμα ζητήματα τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα) προκαλούσε εκτός των άλλων και την οικονομική της αφαίμαξη, καθώς τα οικονομικά συμφέροντα των πολιτών της υποτάσσονταν στα οικονομικά συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης των Μεγάλων Δυνάμεων- αλλά και των Ελλήνων «τσιρακιών» της (τι μας θυμίζει, τι μας θυμίζει).

Τότε όμως τα βλέμματα των Ελλήνων δεν ήταν στραμμένα σε αυτή την πτυχή του προβλήματος. Αδυνατούσαν να δουν (και αυτό δεν δικαιολογείται από μια απλή επίκληση στα ποσοστά αναλφαβητισμού καθώς οι διάφοροι εκπρόσωποι της πνευματικής ελίτ δεν ήταν και τα πιο προοδευτικά μυαλά του πλανήτη- τι μας θυμίζει πάλι, δεν μπορώ να καταλάβω) ότι ο πραγματικός εχθρός τους ήταν το διεθνές κεφάλαιο που τους απομυζούσε από τους καρπούς της εργασίας τους και η εθνική πολιτικοοικονομική ελίτ που με περίσσιο θράσος υποστήριζε- με το αζημίωτο- την τακτική αυτή. Αντί λοιπόν να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή στο εδώ και στο τώρα (φυσικά δεν μπορούμε σε τέτοιες εποχές να μιλούμε με όρους κομμουνιστικής απελευθέρωσης μέσω επανάστασης κτλ., αλλά ουσιαστικές διεκδικήσεις βελτίωσης της ποιότητας εργασίας και ζωής ήταν εφικτές και τότε) μετέτρεπαν το πρόβλημά τους σε πρόβλημα χώρου, την αδυναμία να αυξήσουν ποιοτικά τις παραγωγικές τους δυνάμεις σε πρόβλημα ποσότητας, κι έτσι έπεσαν με τα μούτρα στη διεκδίκηση των εθνικών δικαίων, της εδαφικής επέκτασης, ώστε να φέρουν και να μοιραστούν την μιζέρια τους και με άλλους περισσότερους Έλληνες, Αλβανούς, Σέρβους, Οθωμανούς, Εβραίους κτλ.

Και τελικά εν πολλοίς το πέτυχαν. Αν και δεν μπορεί να ξεχαστεί η τραγωδία της Μικράς Ασίας, όπου εκατομμύρια Έλληνες και Μουσουλμάνοι (όπως καταγράφονται στη συνθήκη της Λοζάνης) σκοτώθηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, η Ελλάδα όντως υπερδιπλασίασε την έκτασή της και τον πληθυσμό της. Και φυσικά οι κάτοικοί της έπρεπε να περιμένουν να ανταμειφθούν για την υπερπροσπάθεια ενός αιώνα και να δουν το βιοτικό τους επίπεδο να αυξάνεται συγκλονιστικά. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν έγινε. Και πάλι ο Έλληνας, αλλά και οι λίγοι αλλοδαποί που είχαν απομείνει μέσα στα σύνορα του ελληνικού κράτους, έβλεπε άλλους να καρπώνονται την αξία της εργασίας του, έβλεπε άλλους να πλουτίζουν εις βάρος του, άλλους να αποφασίζουν για αυτόν. Και τι σκέφτηκε; Όχι φυσικά ότι όλη η πολιτική νοοτροπία που είχε τόσο καιρό και όλες οι πολιτικές πρακτικές που λάτρεψε και χειροκρότησε αποδείχτηκαν λάθος. Ήταν δυνατόν ποτέ ο Έλληνας να κάνει λάθος; Ήταν η εποχή που έφταιγαν οι άλλοι, οι «κακοί» Έλληνες, οι «Τουρκόσποροι» που ήρθαν από την Μικρά Ασία να του πάρουν τις δουλειές (οι ίδιοι που με ενθουσιασμό απελευθέρωνε έναν χρόνο πριν), κι όχι μόνο αυτοί αλλά κι ο βασιλιάς που έφυγε ή αυτοί που τον διώξανε, ή οι αριστεροί ή οι εχθροί της χώρας που ήθελαν το κακό της (ή φυσικά και πάλι οι εξωγήινοι που συνωμοτούσαν εναντίον των Ελλήνων). Φταίγανε όλοι εκτός φυσικά από τον ίδιον τον Έλληνα και από τους πραγματικούς του εκμεταλλευτές.

Και πέρασε και αυτό κι ήρθε η δικτατορία του Μεταξά κι ο πόλεμος κι η κατοχή κι ο εμφύλιος. Και οι καλοί Αμερικάνοι άρχισαν να δίνουν λεφτά και η χώρα να αναπτύσσεται και να γίνεται πολιτισμένη. Πάλι όμως ο Έλληνας έβλεπε γύρω του φτώχια, πάλι δούλευε όλη μέρα για να ταΐζει ψίχουλα την οικογένειά του, αναγκάσθηκε να φύγει στο εξωτερικό να βρει δουλειά, να δυστυχήσει, να πονέσει. Αλλά μήπως αυτός ήταν που έφταιγε; Ήταν οι κομμουνιστές, οι εχθροί του λαού, που ήθελαν να διασπάσουν την ενότητα της ελληνικής κοινωνίας που όταν ήταν ενωμένη (πότε άραγε;) ευημερούσε κι ήταν όλα καλά. Και δεν έφταιγαν μόνο οι ντόπιοι κομμουνιστές που κλείνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (μα πάλι κάτι να μου θυμίζει, τι γίνεται;) αλλά και οι άλλοι, οι ξένοι, αυτοί οι Ρώσοι με τα υποχείριά τους που εποφθαλμιούσαν την ευτυχία του γένους των Ελλήνων που δεν ήταν υποχείριο κανενός (λίγο μόνο επειδή θέλαμε).

Κι ύστερα; Ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση, ήρθε η Ευρώπη (αφού δεν πηγαίναμε εμείς σε αυτήν), ήρθε κι ο σοσιαλισμός κι ο Έλληνας έφαγε και δεν κατηγορούσε κανέναν. Μόνο έβριζε πού και πού γιατί πάλι έβλεπε με την άκρη του ματιού του ότι όσο και να τρώει είναι άλλοι που τρώνε περισσότερο, είναι άλλοι που όσο αυτός κοιτάει το γεμάτο πιάτο του αυτοί μαζεύουν προμήθειες για τα τρισέγγονά τους και, ω σύμπτωση, είναι οι ίδιοι που και πριν και πιο πριν και όσο μπορούσε να θυμηθεί πριν εκμεταλλεύονταν την δουλειά του για να πλουτίζουν σε βάρος του. Σου έλεγε όμως ο πονηρός «άστους, αφού έχω να φάω εγώ, τι με κόφτει για αυτούς;».

Και κάπως έτσι φτάνουμε εδώ, στο πανέμορφο σήμερα. Ο Έλληνας άφησε κι άφησε, κι έκανε πως δεν είδε και πως δεν άκουσε, και ψήφισε τους ίδιους και πίστεψε τους ίδιους και τους ξαναψήφισε και αρκέστηκε σε αυτό κι ας έβλεπε ότι αυτοκαταστρέφεται, ας έβλεπε ότι αυτό δε θα πάει έτσι καλά για πάντα. Το έβλεπε και όχι απλώς σώπαινε αλλά πολλές φορές ζητωκραύγαζε. Κι ίσως να το έκανε γιατί ήξερε τελικά ότι όπως τότε έτσι και τώρα θα έβρισκε πάλι το εξιλαστήριο θύμα για να του ρίξει τα σφάλματά του και να διώξει από πάνω του τις τύψεις. Είδε το 2008 να έρχεται, το έζησε, μάζεψε τις λίγες του δυνάμεις και ξεσηκώθηκε, είδε ότι έπρεπε να εκτεθεί για να αλλάξει κάτι και φοβήθηκε, κούρνιαξε στην πολυθρόνα του και άφησε να του πουν οι άλλοι ποιος φταίει. Άλλωστε αυτός δεν έφταιγε, αυτός δεν ήξερε, δεν είχε δει, δεν είχε ακούσει, δεν είχε συμμετάσχει, φώναξε και γκρίνιαξε όταν ήρθε η ώρα, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, συζήτησε και σκέφτηκε για 1, 2, 6 μήνες. Και κατέληξε ότι αυτός και πάλι δε φταίει. Ούτε αυτός ούτε το σύστημα που τόσο καιρό υποστήριζε.

Άρα ποιος φταίει; Ποιος θα το περίμενε; Φταίνε οι άλλοι. Φταίνε οι Γερμανοί που είναι μνησίκακοι, οι Γάλλοι που μας ζηλεύουν, οι Άγγλοι που είναι αδελφές, αλλά κυρίως αυτοί οι βρωμιάρηδες που ήρθαν εδώ να μας πάρουν τα σπίτια, τα παιδιά, τα εγγόνια, τα λεφτά, τα αμάξια, τα ρολόγια, τα σκουπίδια κτλ., αυτοί οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί, οι Ρώσοι, οι Αφρικανοί. Ναι Έλληνα, αυτοί φταίνε. Αυτοί φταίγανε όταν ψήφιζες ανθρώπους που επικροτούσαν πολιτικές αφανισμού πληθυσμών στον Τρίτο Κόσμο, αυτοί φταίγανε όταν υπερκατανάλωνες τα προϊόντα για τα οποία συνάνθρωποί σου δούλευαν απλήρωτοι, αυτοί φταίνε που άφησες τα χωράφια σου ακαλλιέργητα για να παίρνεις άσκοπες επιδοτήσεις, αυτοί φταίνε που έκλεβες τους συμπολίτες σου και ζούσες παρασιτικά χωρίς να παράγεις και να προσφέρεις, αυτοί φταίνε που πήρες διακοποδάνειο για να πας στην Μύκονο, αυτοκινητοδάνειο για να πάρεις την καινούρια Mercedes, στεγαστικό δάνειο για να αγοράσεις 5 εξοχικά, αυτοί φταίνε που όταν ψήφιζαν την κατάργηση των εργασιακών σου δικαιωμάτων (χωρίς ακόμα να σου «κόβουν» λεφτά) εσύ σφύριζες ανέμελα και καταριόσουν τον συνάδελφο αλήτη συνδικαλιστή που σε προειδοποιούσε.

Συγχαρητήρια λοιπόν Έλληνα, γιατί πάλι βρήκες την λύση. Γιατί πάλι κατάφερες να αποποιηθείς των ευθυνών σου, να βρεις καινούριο αποδιοπομπαίο τράγο, να φορτώσεις σε άλλες πλάτες τα βάρη των ατοπημάτων σου, να ανακουφιστείς και να κατηγορήσεις άλλους για την υποθήκευση του μέλλοντός σου και του μέλλοντος των παιδιών σου. Αλλά κυρίως συγχαρητήρια γιατί και πάλι είσαι πρωτοπόρος. Διότι ενώ οδηγείσαι ολοταχώς σε μια πορεία που θυμίζει οργουελιανή δυστοπία, όπου επιχειρείται καθημερινά η εξάλειψη κάθε ίχνους συλλογικής μνήμης που να σου δίνει έστω και μια ικμάδα ελπίδας, έστω και ένα μόριο δύναμης, έστω και μια λάμψη εναλλακτικής, εσύ από μόνος σου ξεχνάς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έζησες, την φρίκη σου μπροστά στην απανθρωπιά αυτών που είχαν κατακτήσει και υποδουλώσει άλλους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες έγνοιες, τις ίδιες λύπες αλλά και τις ίδιες χαρές και απολαύσεις με εσένα και προτιμάς να επαναλάβεις τα ίδια με αυτούς, για τον δικό σου ιερό σκοπό.

Και δεν ντρέπεσαι, δεν κοκκινίζεις, δεν στενοχωριέσαι, πόσο μάλλον δεν αντιδράς επειδή πάλι ξέρεις, ή μάλλον σε έχουν πείσει ότι ξέρεις, ότι όταν θα έρθει η ώρα που το έκτρωμα που δημιουργείς αποκαλυφθεί, πάλι θα βρεις κάποιον για να κρυφτείς φοβισμένος από πίσω του και να τον δείξεις με το δάχτυλό σου, να πεις ότι πάλι δεν είσαι εσύ που φταις, ότι πάλι εσύ δεν ήξερες. Και θα κάνεις το ίδιο και το ίδιο συνέχεια. Αλλά δεν είσαι μόνος Έλληνα. Δεν είσαι μοναδικός, μη χαμογελάς. Γιατί στην κοινωνία που αναπαράγεις, στο σύστημα που λατρεύεις και θεοποιείς είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι. Όπως εσύ δεν άλλαξες από το 1830 έτσι κι αυτοί μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά με σένα (εντάξει ναι, αρκετά αφοριστικά). Κι έτσι δεν έχεις να απολογηθείς σε κανέναν. Για αυτό κάτσε και απόλαυσε τον εξευτελισμό σου, πάρε το πρόσωπό σου από τον καθρέφτη για να μη δεις στο βλέμμα σου το βλέμμα αυτών από τους οποίους χαιρέκακα στερείς το δικαίωμα στη ζωή, στάσου μπροστά στην τηλεόραση και αφήσου να ξεχαστείς. Και κυρίως ξέχνα ότι η ζωή σου δεν πρόκειται να γίνει λιγότερο θλιβερή απλά και μόνο χτίζοντάς την πάνω στη δυστυχία των άλλων, ξέχνα ότι με αυτό που κάνεις απλώς μετατοπίζεις το πρόβλημα στο μυαλό σου, ξέχνα ότι αυτή η κοινωνία μπορεί να αλλάξει μόνο αν πραγματικά προσπαθήσεις να αλλάξει.