Επειδή είναι αλήθεια ότι καμιά φορά πρέπει να τιμάμε το όνομά μας (του blog) και επειδή πού να βρεθεί καλύτερη ευκαιρία από τις μέρες αυτές, είπα να γράψω και πάλι- με την ελπίδα βέβαια ότι δε θα σας κουράσω πολύ- μερικές σκέψεις για αυτό το φαινόμενο που ονομάζουμε, και πολύ καλά κάνουμε, θρησκεία. Αφορμή για αυτό δε στάθηκε, είναι η αλήθεια, κάποια θεία φώτιση που μου χάρισαν οι ημέρες αυτές, αλλά ένα αρθράκι- ανακοίνωση που διάβασα στο διαδίκτυο με τον τίτλο «Με τιμές αρχηγού κράτους φθάνει στην Αθήνα το Άγιο Φως» και κάποια συζήτηση που είχα γύρω από αυτό.
Πέρα από την αρχική αηδία που ένιωσα διαβάζοντας αυτόν τον τίτλο, αλλά και τις άσχημες παρενέργειες που η ανάγνωση του ίδιου του άρθρου μου προκάλεσε (εμ, ας μην το διάβαζα θα μου πείτε, τι να κάνω, δεν μαθαίνω έτσι εύκολα από τα λάθη μου), δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ και λίγο πέρα από αυτό το απλό θρησκευτικό πνεύμα που απέρρεε από το άρθρο. Όχι ότι πήγα και πολύ βαθιά δηλαδή, έτσι τα πάνω πάνω, αλλά ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να αντιληφθώ κάτι.
Κι αυτό το κάτι ήταν το εξής: Μπορούμε κάλλιστα να αντιληφθούμε τον ιστορικό ρόλο της θρησκείας, το πώς αυτή με θετικό ή αρνητικό τρόπο επηρέασε την ανθρώπινη εξέλιξη και το πώς σήμερα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο που έχει φτάσει. Η θρησκεία μέσα από τους θεσμούς της έδωσε ένα υπόβαθρο στην ανθρώπινη ανάγκη για εύρεση λύσεων έξω από τον δικό του κόσμο λόγω της απόγνωσης που επέφεραν στην κοινωνία οι αλλοτριωμένες εκμεταλλευτικές σχέσεις στον τομέα της παραγωγής. Πιο απλά, το γεγονός ότι ο άνθρωπος ως μεμονωμένο ον αλλά και ως κοινωνικό ον μέσα σε μια συλλογικότητα αδυνατούσε να εξεύρει λύσεις σε στοιχειώδη προβλήματά του (όπως το να τραφεί), ενώ την ίδια στιγμή αντιλαμβανόταν την ύπαρξη εκμεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε βάρος του (σχέσεις εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου, αφέντη δούλου, φεουδάρχη- δουλοπάροικου, καπιταλιστή- εργάτη), τον οδήγησε σε μια απαξίωση της επί γης ζωής και την αναζήτηση της ευτυχίας σε ένα ανώτερο υπερφυσικό ον. Αυτήν την ανάγκη του ανθρώπου υποστασιοποίησε η θρησκεία μέσα από την «γραφειοκρατία της».
Αυτά όμως είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Το βασικό ζήτημα δεν είναι αυτό. Η θρησκεία υπήρξε και καλώς υπήρξε και πολύ κόσμο έσωσε κτλ. Προφανώς ως μέρος μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας και μάλιστα ως μέλος της άρχουσας τάξης της κατά την μεγαλύτερη περίοδο της ύπαρξής της (όπου η κάθε θρησκεία εμφανίστηκε) είχε κατά βάση ανασταλτικό και μάλλον αρνητικό ρόλο, αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν υποβαθμίζει την αξία της και το ιστορικό της «καθήκον». Πού όμως σταματάει αυτό;
Το να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό δεν είναι κάτι απλό. Είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμία ταμπέλα με την ένδειξη STOP που να ορίζει το τέλος της διαδρομής ενός ιστορικού φαινομένου. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι στον δυτικό κόσμο η θρησκεία περνάει μια μεγάλη φάση παρακμής (κάτι που δεν ισχύει στον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο», όπου διάφορα δόγματα έχουν εκατομμύρια νέους οπαδούς), η οποία ίσως είναι και ο επιθανάτιος ρόγχος της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η θρησκεία σήμερα αποτυπώνει ίσως τις πιο συντηρητικές απόψεις μέσα στο κοινωνικό σύνολο και από αυτή την άποψη είναι και η κυριότερη (και ευκολότερη να υπερβεί κανείς) αντίφαση την οποία καλείται να αντιμετωπίσει κάποιος στην πορεία του προς μια πιο πλέρια κατανόηση της πραγματικότητάς του (ακόμα κι εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε «θετικά στοιχεία» της θρησκείας ως φαινομένου). Έτσι είναι αυτή που συγκεντρώνει τα περισσότερα πυρά από τις «προοδευτικές» δυνάμεις αλλά προβάλλει και την πιο σθεναρή και λυσσαλέα αντίσταση.
Η παγίδα στην οποία μπορεί κανείς να πέσει εξαιτίας αυτού είναι το να φετιχοποιήσει την θρησκεία. Κι αυτό δε σημαίνει απαραίτητα να πιστεύει, να πηγαίνει στην εκκλησία, να νηστεύει, να ταΐζει τους φτωχούς, να περνάει τους γέρους απέναντι κτλ. Μπορεί να σημαίνει και το ακριβώς αντίθετο. Στην προσπάθειά μας να άρουμε την θεοποίηση της θρησκείας από τη συνείδησή μας, όπως αυτή έχει εντυπωθεί από την κοινωνική μας εμπειρία, ελλοχεύει ο κίνδυνος να την δαιμονοποιήσουμε, να της προσδώσουμε δηλαδή ένα χαρακτηριστικό τέτοιο που θα την θεωρεί κάτι περισσότερο από ένα ακόμα ιστορικό φαινόμενο. Η προσβολή της θρησκείας, ο χλευασμός της και η απαξίωσή της δεν είναι πανάκεια, δεν πρόκειται να λύσουν κανένα κοινωνικό πρόβλημα. Το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι υποσυνείδητα εξακολουθούμε να την αντιμετωπίζουμε ως κάτι υπερφυσικό, ως κάτι διαφορετικό, μόνο που τώρα δεν το πιστεύουμε επειδή το φοβόμαστε, αλλά προσπαθούμε να δείξουμε ότι δεν το φοβόμαστε για να αποδείξουμε ότι δεν το πιστεύουμε.
Κοινώς, δε χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε τη θρησκεία με βάση τις προκαταλήψεις και τα ταμπού μας, διότι με αυτόν τον τρόπο απλά τα αναπαράγουμε. Και για να επιστρέψουμε στο αρθράκι που προανέφερα, δεν υπάρχει ταυτόχρονα και κανένας λόγος να μην επισημαίνουμε τα λάθη, τις κραυγαλέες αντιφάσεις που η ίδια η θρησκεία με περίσσιο θράσος αναδεικνύει. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε και αυτήν όπως και καθετί άλλο, με βάση τα πλεονεκτήματα και τα ελαττώματά της και να μην έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά όταν εξετάζουμε συγκεκριμένα φαινόμενα Επομένως, σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης για την χώρα, είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζουν κάποιοι τις εκκλησιαστικές τυπολατρικές διαδικασίες με τρόπο τέτοιον που να απαξιώνουν την ίδια την ανθρώπινη ζωή, τον ίδιο τον ανθρώπινο πόνο, την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν έχει σημασία αν το «Άγιο Φως» είναι απλά ένα κερί που ταξιδεύει πρώτη θέση στο αεροπλάνο ή η φλογερή ανάσα του Θεού (μετά από 2 πακέτα trident fire πιθανότατα ή όπως θέλουν να το εξηγήσουν οι διάφοροι «θεολόγοι»). Αυτό που κυρίως έχει σημασία είναι ότι είναι προκλητικό να συμπεριφερόμαστε σε μια φωτιά, όποια αξία και αν της προσδίδουμε, με πιο ανθρώπινο τρόπο απ’ όσο επιδεικνύουμε απέναντι στους συνανθρώπους μας. Την ίδια στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν άμεσο πρόβλημα επιβίωσης είναι τουλάχιστον γελοίο να αντικρίζουμε ολόκληρη την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία του κράτους να υποκρίνεται (τώρα θυμήθηκαν τις χριστιανικές καταβολές τους;) και μάλιστα να αυτοπροβάλλεται για αυτό. Αυτό δεν είναι ζήτημα της θρησκείας και της αναγκαιότητάς της, είναι ζήτημα στοιχειώδους λογικής, η οποία επιβάλλει ότι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του είναι υπεράνω αστικών γελοιοτήτων. Ο άνθρωπος χρειάστηκε την θρησκεία για να τον βοηθήσει στην επιβίωσή του (άσχετα αν το επέτυχε ή όχι). Αποτελεί τεράστια ιστορική ειρωνεία (αν και αναμενόμενη) το γεγονός ότι είναι η ίδια η θρησκεία σήμερα αυτή που αποπροσανατολίζει συνειδητά και προκλητικά τους ίδιους αυτούς ανθρώπους και παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε παιχνίδια που στρέφονται άμεσα εναντίον τους.
Κι αυτές οι κατηγορίες δεν έχουν τίποτα να κάνουν με έλλειψη σεβασμού προς τη θρησκεία ή τα πιστεύω κάποιων ανθρώπων. Αντιθέτως είναι η απλή προσπάθεια εκλογίκευσης ενός θεάτρου του παραλόγου που εκτυλίσσεται αδιάντροπα μπροστά στα μάτια μας. Η εξολόθρευση ανθρώπου από άνθρωπο προς επίτευξη της επιβίωσης του ενός είναι επίσης ένα ιστορικό φαινόμενο πολύ σημαντικό για το ανθρώπινο είδος, κατάλοιπα του οποίου βλέπουμε σήμερα στους μεγάλους και αιματοκυλισμένους πολέμους. Αν όμως κάποιος κατηγορήσει τις κυβερνήσεις επειδή διαπράττουν εγκλήματα στον πόλεμο και αποφανθεί ότι αυτό είναι ανήθικο, άρρωστο και λάθος, θα κατηγορηθεί ότι είναι βλάσφημος και δε σέβεται; Δε σέβεται ποιους; Τους εκατομμύρια στρατιώτες που πήγαν να πολεμήσουν ή τις ηγεσίες που τους στείλανε; Γιατί λοιπόν αν προσβάλλουμε τις αηδιαστικές φαιδρότητες της εκκλησιαστικής ηγεσίας να κατηγορούμαστε ως «μη διακριτικοί» απέναντι στους πιστούς; Υπάρχουν συγκεκριμένα όρια μεταξύ της πίστης και της εκμετάλλευσής της από την άρχουσα τάξη. Κι αυτά τα όρια μάλιστα αλλάζουν ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες. Η υποδοχή μιας φλόγας με τεράστιες δαπάνες και πλουσιοπάροχες κιτς τελετές δε νοείται μέσα σε μια κοινωνία που καταρρέει από κάθε γωνία της.
Αντιδράσεις οι οποίες εθελοτυφλούν μπροστά σε αυτόν τον διαχωρισμό και βαφτίζουν όλες τις πτυχές της θρησκείας «ιερές και όσιες» και άρα προτάσσουν απαγορευτικό σε κάθε είδους κριτική αποδεικνύουν απλά το γεγονός ότι η θρησκεία, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει βαθιές ρίζες στο κοινωνικό υποσυνείδητο, ρίζες που μόνο με μεγάλες αλλαγές και ανατροπές μπορούν εξαλειφθούν. Και ακριβώς επειδή η βάση της θρησκείας βρίσκεται βαθιά καθίσταται δύσκολο να κατανοήσουμε την πραγματική μορφή του εποικοδομήματός της. Μόνο όταν αποφασίσουμε να αντιμετωπίσουμε την θρησκεία ως μια προσπάθεια εξυπηρέτησης ανθρώπινων αναγκών θα την αποφετιχοποιήσουμε και θα προσπαθήσουμε να την δούμε κριτικά. (βέβαια για να συμβεί αυτό χρειάζονται συγκεκριμένες αλλαγές στις παραγωγικές διαδικασίες κτλ. οπότε το παραπάνω παρατίθεται αρκετά αφοριστικά, αλλά κατά τη γνώμη μου κατανοητά) Η μη κριτική προσέγγισή της είναι η ίδια μια προσβολή απέναντι στον άνθρωπο και τη διάνοιά του και ως εκ τούτου είναι αυτή που είναι καταδικαστέα και όχι το αντίθετό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου