Νιώθω βαθιά συγκίνηση, καθώς έχω την χαρά και την τιμή να γράψω αυτό το κείμενο κατόπιν παραγγελίας. Και η συγκίνησή μου είναι μεγάλη, διότι βλέπω σε αυτό το γεγονός την εμπιστοσύνη που εσείς, οι χιλιάδες αναγνώστες μου, τρέφεται προς το πρόσωπό μου, καλώντας με να σχολιάσω δικά σας καθημερινά προβλήματα με την ταπεινή μου πένα- πληκτρολόγιο. Αν δυσκολεύεστε να ξεχωρίσετε το σοβαρό από το αστείο, τότε σας προτείνω απλά να θέσετε την φαντασία σας σε πλήρη λειτουργία και η απορία θα χαθεί ως διά μαγείας.
Και τι άλλο θέμα μπορεί να περιμένατε μετά από αυτόν τον αποκαλυπτικό και εξαιρετικά πετυχημένο τίτλο, αν όχι κάτι για την οικογένεια. Και φυσικά δεν πέσατε έξω. Δεν ήταν κάποιου είδους παγίδα, ούτε διαφημιστικό τρικ για να προσελκύσω το ενδιαφέρον σας, το περιεχόμενο του κειμένου ανταποκρίνεται (σχεδόν) πλήρως στις απαιτήσεις που ενδόμυχα σας δημιουργήθηκαν, όταν το μάτι σας έπεσε πάνω σε τούτο εδώ το κατεβατό.
Η οικογένεια είναι ένας θεσμός, που ιστορικά τοποθετείται στις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Όχι πάντα με την σημερινή της μορφή, άλλοτε σε προταξικές αγελαίες κοινωνίες, αργότερα σε εκτεταμένες φατρίες-σόγια μέχρι την σημερινή (μικρο-)αστική πυρηνική οικογένεια. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις θεμελιώδεις αλλαγές στην μορφή της οικογένειας, που προφανώς επηρεάζουν και την ουσία της, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν κατεξοχήν σταθερό και αμετάβλητο θεσμό. Βέβαια ο άνθρωπος, ως ον συνδεδεμένο με την φύση του και ως ύπαρξη που επιδιώκει την επιβίωσή της μέσω της αναπαραγωγής, δεν μπορεί να αποφύγει την οικογένεια (ως είδος, όχι μεμονωμένα) στις στοιχειώδεις εκφάνσεις της, στην ύπαρξη δηλαδή ενός ζεύγους αρσενικού θηλυκού και του καρπού ή καρπών της μεταξύ τους συνεύρεσης.
Από κει και ύστερα όμως, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια υποχρεωτική συμβίωση των στοιχείων αυτών με τον τρόπο που γνωρίζουμε σήμερα. Το να μιλήσουμε για τα διαζύγια από ηθικής ή κοινωνικής απόψεως δεν είναι της παρούσης, αλλά τέτοιου είδους μεταβολές που βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα στον ίδιο τον θεσμό της οικογένειας θα έπρεπε τουλάχιστον να μας κάνουν σκεπτικούς πάνω στο αν και κατά πόσον αυτή η κοινωνική «σύμβαση, υποχρέωση» ή αυτή η ευτυχία, το νόημα της ζωής κτλ. είναι όντως κάτι το νομοτελειακό. Και μόνο παρατηρώντας την εξέλιξη του φαινομένου στην πορεία του χρόνου θα πρέπει να ναι αρκετό, ώστε να δούμε την ύπαρξη της οικογένειας ως κάτι συνεχώς μεταλλασσόμενο, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλα τα γεγονότα της ζωής μας.
Όταν λοιπόν η οικογένεια μεταβάλλεται, οι κανόνες που την διέπουν θα μείνουν ίδιοι και σταθεροί ή θα μεταβληθούν αναλογικά; Αν δεν θέλουμε να μιλάμε για έναν συντηρητικό θεσμό, τότε η δεύτερη απάντηση φαντάζει μάλλον προφανής. Είναι λοιπόν καλό να ξεχαστούν από τους γονείς εκφράσεις του τύπου «εμένα ο πατέρας, θείος, κουνιάδος, ξάδελφος, μπατζανάκης έκανε αυτό» ή «εμείς στην εποχή μας ξέραμε αυτό» κτλ. Και αν αυτοί οι αναχρονισμοί είναι καταδικαστέοι ούτως ή άλλως και κανείς δεν αμφιβάλλει για την αποπομπή τους από τις συμπεριφορές μας στον 21ο αιώνα, ίσως θα έπρεπε να αναλογιστούμε και το τι γίνεται με τα διάφορα «πρέπει», τις διάφορες υποχρεώσεις που η οικογένεια αναμένει από τα μέλη της.
Ποια είναι η αιτία που έχει δημιουργήσει αυτές τις υποχρεώσεις, ποιες είναι δηλαδή οι καταβολές τους; Προφανώς τα κατάλοιπα του παρελθόντος. Οι ηθικές αξίες που δημιουργούνται έχοντας ως πλαίσιό τους την οικογενειακή ζωή κι ως στόχο τους την οικογενειακή ευτυχία είναι συνεπώς ευάλωτες σε κριτική. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να εξοβελίσουμε δια μιας όλες τις ηθικές αξίες που έχουν εκκολαφθεί σε διάστημα αιώνων μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να τις εξετάσουμε κριτικά, μέσα στο όλο κοινωνικό σύστημα και να δούμε τι αξίζει να κρατήσουμε και τι θα πρέπει να απορρίψουμε ως τροχοπέδη στην πορεία προς την περαιτέρω ανάπτυξη.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο θα μπορούσαμε να εντάξουμε πολλές περιπτώσεις που θα λειτουργούσαν ως διαφωτιστικά ή και όχι τόσο διαφωτιστικά παραδείγματα, για να αποδειχτεί και έμπρακτα η παραπάνω θέση. Δε χρειάζεται να αναλωθούμε σε αυτά, άλλωστε το κείμενο δεν έχει «ατράνταχτα αποδεικτικό» χαρακτήρα αλλά είναι μάλλον μια αφορμή για περαιτέρω σκέψη. Ας εξετάσουμε λοιπόν γενικά το ζήτημα των ηθικών υποχρεώσεων που ο καθένας από μας έχει απέναντι στην οικογένειά του.
Φυσικά, μιλώντας για ανθρώπινα όντα δεν μπορούμε να βυθιζόμαστε στον «σκληρό ορθολογισμό» βάζοντας κατά μέρος τον συναισθηματικό κόσμο. Το αίσθημα της αγάπης και της αλληλεγγύης που διαμορφώνεται αναπόφευκτα μέσα στον κύκλο της οικογένειας παίζει σαφέστατο ρόλο ως προς τα όρια των υποχρεώσεων που προαναφέραμε. Αν όμως παραστρατήσουμε λιγάκι από την πεπατημένη εξήγηση περί συναισθημάτων, μπορούμε να τα δούμε ως ένα κοινωνικό φαινόμενο που λαμβάνει χώρα σε μια συλλογικότητα, έστω και με την περιορισμένη μορφή της οικογένειας. Τι διαστάσεις μπορεί να προσδώσει αυτό στην οριοθέτηση των «πρέπει»;
Μιλώντας για αλληλεγγύη οφείλουμε κατά πρώτο λόγο να σκεφτούμε την κατανόηση. Όσο κι αν πολλές είναι οι φορές που αυτά τα δύο έρχονται σε σύγκρουση, η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Η κατανόηση μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, όπως και μεταξύ των μελών οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς δεσμούς, είναι απαραίτητη προϋπόθεση συμβίωσης. Δεν μπορείς να αγαπάς κάποιον πραγματικά αν δεν τον καταλαβαίνεις (μπορείς να το κάνεις παθολογικά, αλλά πόσο αυτό είναι υγειές συναίσθημα, ακόμα και στα πλαίσια της σχέσης γονέα- παιδιού;). Ούτε μπορείς να είσαι αλληλέγγυος όταν δεν είσαι σε θέση να κρίνεις τις ενέργειές του άλλου με βάση τα δικά του και όχι τα δικά σου «θέλω».
Αυτό που πολλές φορές αρνούμαστε να δούμε στην σημερινή κοινωνία, όπως έχει διαμορφωθεί και για όποιους λόγους έχει καταλήξει έτσι, είναι ότι ο άλλος άνθρωπος, πόσο μάλλον ένα συγγενικό ή κοντινό μας πρόσωπο, δεν είναι το σύνορο της προσωπικότητάς μας, δεν είναι κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο από εμάς, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για τους δικούς μας στόχους, αλλιώς καταλήγει να ναι απλά αντίπαλος. Ο άλλος άνθρωπος, ο γιος, η κόρη, ο ανιψιός και σε πολλές περιπτώσεις, όσο κι αν δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, ο γείτονας ή ο άγνωστος είναι μέλη της κοινωνίας στην οποία ζούμε όλοι, επομένως είναι εν πολλοίς κομμάτι του εαυτού μας. Ο άνθρωπος μεγαλώνει και αναπτύσσει την προσωπικότητά του μέσα στην κοινωνία, όχι κάπου έξω από αυτήν, αλληλεπιδρά με αυτήν και διαμορφώνει τις αντιλήψεις του και τις συμπεριφορές του. Η κοινωνία όμως είμαστε εμείς, οι ίδιοι οι άνθρωποι, επομένως δεν μπορούμε να θέτουμε ως θέμα την σύγκρουση του ανθρώπου με τους άλλους ανθρώπους και κατ’ επέκταση με το κοινωνικό του περιβάλλον, διότι τότε υπονοούμε και την προσωπική σύγκρουση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης, με τα θετικά και τα αρνητικά που ο καθένας μπορεί να βλέπει, δεν είναι φυσικά κεκτημένο στην σημερινή ανθρώπινη ζωή. Στον πυρήνα της όμως, στην οικογένεια, οι τάσεις αυτές είναι εύκολα και ευνόητα διακριτές. Επομένως το ερώτημα ως προς αυτόν τον κοινωνικό θεσμό γίνεται επιτακτικό. Πώς θα πάρουν σάρκα και οστά αυτές οι ανθρώπινες αξίες που θα οδηγήσουν σε μείωση των συγκρουσιακών- ανταγωνιστικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια; Αυτό θα επιτευχθεί, κατά την γνώμη μου, μόνο όταν οι γονείς (κυρίως, αλλά φυσικά και τα παιδιά) πάψουν να βλέπουν στα παιδιά τους το μέσο για την ολοκλήρωση των δικών τους προσωπικοτήτων, όταν κατανοήσουν και αποδεχθούν την ξεχωριστή προσωπικότητα του καθενός. Και όταν συμβεί αυτό, δε θα μπορούμε πλέον να κάνουμε λόγο για υποχρεώσεις μέσα στην οικογένεια, αλλά μόνο για δικαιώματα, δικαιώματα που θα είναι κεκτημένο ανθρώπων με συλλογική συνείδηση, ανθρώπων που δε θα καταχράζονται αυτές τους τις «ελευθερίες» προς ατομικό, αλλά θα τις αξιοποιούν προς συλλογικό όφελος (τουλάχιστον συλλογικό ως προς τα οικογενειακά μέλη). Όταν όμως η πίεση για την διαρκή εκπλήρωση υποχρεώσεων, υποχρεώσεων που φαντάζουν βάρος, είναι παρούσα και υποδηλώνει τον καταναγκαστικό χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων, τότε είναι αναμενόμενο ότι οι πραγματικές συνθήκες για την ανάπτυξη ενός τέτοιου περιβάλλοντος είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Αυτή η πίεση είναι φυσικά απόρροια της έλλειψης εμπιστοσύνης. Για οποιονδήποτε λόγο και αν καλλιεργείται ένα τέτοιο αίσθημα, οι λόγοι μπορούν εύκολα σχετικά να εντοπιστούν μέσα στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις. Η απώλεια της εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τον πόθο του σημερινού ανθρώπου να αποδειχτεί ικανός στον ίδιο του τον εαυτό, από την στιγμή που οι εργασιακές σχέσεις και κατ’ επέκταση οι κοινωνικές συνθήκες δεν του το επιτρέπουν, οδηγεί σε αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές προσπάθειας επιβολής όχι απλά ενός γονικού ελέγχου αλλά μιας ολόκληρης γονικής νοοτροπίας, που δεν λαμβάνει υπ όψιν πρώτον τις συγκεκριμένες καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το παιδί, διαφορετικές από αυτές στις οποίες ο ίδιος κλήθηκε να ανταπεξέλθει, και δεύτερον τα συγκεκριμένα προσόντα- χαρίσματα- ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του ίδιου του παιδιού. Οι γονείς, σε μια προσπάθεια να αποδείξουν την αξία τους θεωρούν ότι είναι παντογνώστες, τουλάχιστον σε θέματα σχετικά με την καθοδήγηση της νεότερης γενιάς, διαμορφώνουν δεδομένες σχέσεις ιδιοκτησίας απέναντι στο παιδί τους, ξεχνώντας την ανθρώπινη υπόστασή του, και καταφεύγουν στην χρήση ψυχολογικής βίας (για να μην αναφερθούμε σε φαινόμενα σωματικής βίας, που θεωρώ εκ προοιμίου κατακριτέα) με σκοπό την συνεχή βελτίωση του ανθρώπου αυτού, όχι με βάση τα δικά του αλλά με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Με αυτό δεν εννοώ ότι υπάρχει κάποια παγκόσμια συνομωσία γονέων που προσπαθούν να χειραγωγήσουν την νέα γενιά. Θέλω να καταστήσω όμως σαφές το πώς η σημερινή κοινωνία και οι αρνητικές ιδιαιτερότητές της διαμορφώνουν τέτοιους χαρακτήρες, στους οποίους η νοοτροπία που οδηγεί στην κατανόηση των υπολοίπων ανθρώπινων όντων και στην άρση των εγωιστικών τάσεων προς όφελος των άλλων βρίσκεται σε παράλογα εμβρυακό στάδιο, με αποτέλεσμα να βλάπτουν ακόμα και τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς τους. Και να μην ξεχνάμε ότι αυτό οδηγεί σε αντίρροπα αρχικά και ανάλογα αργότερα αποτελέσματα, δηλαδή εκ πρώτης όψεως οδηγεί σε εγωκεντρική και αδιάφορη συμπεριφορά του παιδιού απέναντι στους γονείς του, σε μια προσπάθεια υποβολής (αν θεωρήσουμε την επιβολή αδύνατη) των δικών του «θέλω», ακόμα και σε βάρος των συνολικών αναγκών, και δεύτερον καταλήγει φυσικά στην δημιουργία ενός γονιού με τα ίδια κατάλοιπα που θα τον οδηγήσουν σε ίδιες ή παρόμοιες συμπεριφορές απέναντι στα παιδιά του, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δύσκολα μπορεί να βρεθεί κάποια διέξοδος.
Καταλήγοντας θα ήθελα να τονίσω ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση επιχειρήθηκε να γίνει χωρίς ιδεαλιστικές- ουτοπιστικές τάσεις και σκέψεις. Δεν αφορίζω τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να έχει οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα ούτε και τα γεγονότα που ούτως ή άλλως επενεργούν πάνω στους ανθρώπους και τους οδηγούν σε αυτές ή εκείνες τις συμπεριφορές. Απλά προσπάθησα να αναδείξω το πρόβλημα της έλλειψης βασικών «αλτρουιστικών» σχέσεων που παρατηρούνται δυστυχώς ανάμεσα και σε μέλη τόσο στενά συνδεδεμένων συνόλων, όχι να το επεξηγήσω ολοκληρωτικά, αλλά να ασκήσω μια πολεμική σε βάρος των προκαταλήψεων που υπάρχουν για την σημερινή οικογένεια και να εντοπίσω κάποιες βασικές αιτίες του φαινομένου αυτού.