Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Σύντομες σκέψεις για τη δημιουργία του εθνικού κράτους

Αν και ο μειωμένος ελεύθερος χρόνος μου έχει στερήσει τη χαρά της συγγραφής κειμένων σε αυτό το blog, αντιλαμβάνομαι την απώλεια που όλοι εσείς νιώθετε εξαιτίας αυτής μου της συμπεριφοράς, επομένως αποφάσισα να αναρτήσω ένα απόσπασμα από μια εργασία μου, έτσι, για να υπάρξει κίνηση και να δείξω ότι δεν κάθομαι και με σταυρωμένα χέρια. Δεν σας κρατήσω άλλο σε αγωνία, λοιπόν ιδού του λόγου το αληθές:

Οι έννοιες τόσο του έθνους όσο και του συγκεντρωτικού κράτους είναι σχετικά νέες, αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα με καταβολές στον 18ο και τον 19ο αιώνα. Το κράτος ως θεσμός βέβαια ανάγεται με διάφορες μορφές σε παλιότερες εποχές. Με οποιαδήποτε μορφή, το κράτος δεν είναι κάτι που επιβλήθηκε στην κοινωνία από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά αντιθέτως είναι ένας θεσμός επιβεβλημένος από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, ως μια ανεπτυγμένη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, για να ελέγξει αποτελεσματικότερα την παραγωγή.[1] Αυτή την αντίληψη την βλέπουμε και στον Gellner, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για τον καταμερισμό της εργασίας και χωρίς αυτόν τον καταμερισμό δε νοείται η ύπαρξη κράτους.[2] Σύμφωνα με τον Λένιν πάλι «το κράτος είναι προϊόν των α­νει­ρήνευτων (πλαγιασμός στο πρωτότυπο) ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπο­ρούν (στο πρωτ.) αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανειρήνευτες.»[3] Στην ίδια λογική θα πρέπει να εντάξουμε και την εμφάνιση του θεσμού του συγκεντρωτικού, του εθνικού και της κάθε μορφής κράτους.[4]

Η έννοια του έθνους από την άλλη ανάγεται στην εποχή της βιομηχανικής και της γαλλικής επανάστασης. «Το γενέθλιο της πολιτικής ιδέας του έθνους και το έτος γεννήσεως αυτής της νέας συνείδησης είναι το 1789, το έτος της Γαλλικής Επανάστασης» (K. Renner, Staat und Nation).[5] Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πριν από τον 18ο αιώνα κοινότητες με διακριτά χαρακτηριστικά η μία από την άλλη. Η διαφορά έγκειται στην σημασία που δόθηκε στον τονισμό των ομοιοτήτων ή των διαφορών τους σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους, το οποίο εν πολλοίς οδήγησε στην έννοια του εθνικού κράτους. Η σχέση μεταξύ έθνους και κράτους βέβαια είναι πολύπλοκη (και δεν μπορεί να εξεταστεί εξ ολοκλήρου εδώ), διότι είναι μη ρεαλιστικό να προσπαθούμε να ταυτίσουμε απόλυτα ένα κράτος με μια συγκεκριμένη εθνότητα. Αυτό θα σήμαινε την ύπαρξη περιοχών με ομοιογενή εθνολογική σύσταση, πράγμα που δε συναντάται στην εποχή την οποία εξετάζουμε εδώ (19ος-21ος αι.).[6]

Αυτό όμως που μπορούμε να ανιχνεύσουμε είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ της εμφάνισης και ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης και της δημιουργίας του εθνικού κράτους. Κοινώς, το ερώτημα αν η εθνική συνείδηση προϋπάρχει του κράτους ή αν το κράτος είναι αυτό που μέσα στα πλαίσιά του διαμορφώνει τον εθνικισμό (με ουδέτερη έννοια) δεν μπορεί να απαντηθεί μέσω μιας χρονολογικής θέασης των πραγμάτων, αλλά μέσα από την ανάλυση των ιστορικών ορίων του έθνους, του κράτους και του τελικού συνταιριάσματός τους μέσα στο εθνικό κράτος. Στο σημείο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η άποψη του Gellner ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει εθνικισμός (όχι έθνος- σημείωση του συντάκτη) αν δεν υπήρχε το κράτος.[7]

Έτσι λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε τα όρια του κράτους μέσα στο ίδιο το ιστορικό πλαίσιο της λειτουργίας του. Αν πάρουμε το παράδειγμα της προεπαναστατικής Γαλλίας (χώρας που μαζί με την Αγγλία ανέπτυξαν νωρίς το εθνικό συναίσθημα κυρίως μέσα στα πλαίσια του 100ετούς πολέμου) θα δούμε ότι οι βασιλείς της προσπάθησαν σταδιακά με διάφορους τρόπους να προκρίνουν τα κοινά συμφέροντα της εθνότητας σε βάρος των όποιων αντιφάσεων και διαφορών υπήρχαν μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων για οικονομικούς ή άλλους λόγους. Αυτό δείχνει το πώς το κράτος χρησιμοποίησε την έννοια του έθνους ως ένα μέσο συνένωσης ομάδων διαφορετικών συμφερόντων υπό την σκέπη ενός κοινού στοιχείου, επιτελώντας με αυτόν τον τρόπο τον ουσιαστικό σκοπό του θεσμού του κράτους, δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε, τον έλεγχο των εσωτερικών (ταξικών) προβλημάτων. Για να επιτύχει αυτό τον σκοπό το κράτος προχωρούσε (συχνά υπό πιέσεις) στην χορήγηση δικαιωμάτων στους πολίτες του (citizenship), παρέχοντάς τους με αυτόν τον τρόπο όχι απλά μια επίφαση εθνικής συνείδησης, αλλά ενεργό κοινωνικό ρόλο μέσα στα πλαίσια του.[8] Επίσης βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής ήταν η τροφοδότηση του πατριωτισμού μέσα από την αντιπαλότητα προς τον «άλλον», τον ξένο, δηλαδή αυτόν που δεν ήταν από την ίδια πατρίδα. Άλλωστε «δεν υπάρχει κανένας πιο αποτελεσματικός τρόπος για να συνδεθούν τα ξεχωριστά μέρη των ανήσυχων λαών από το να ενωθούν εναντίον των “ξένων”».[9]

Από την άλλη διακρίνουμε ομάδες με κοινή εθνική καταγωγή που όμως εμφανίζονται ως μειονότητες (οι όροι χρησιμοποιούνται κάπως αναχρονιστικά) μέσα σε κράτη ελεγχόμενα από άλλες ισχυρότερες εθνοτικές ομάδες (χαρακτηριστικά φυσικά τα παραδείγματα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Με την άνοδο της αστικής τάξης σε αυτές τις περιοχές των μειονοτήτων, σε συνδυασμό με την επιρροή κινημάτων όπως ο φιλελευθερισμός κι ο ρομαντισμός, έγινε αντιληπτό ότι παρεμβάλλονταν εμπόδια στην ορθολογική οικονομική και πολιτισμική τους ανάπτυξη από το κυρίαρχο κράτος, γεγονός που δημιουργούσε αποσχιστικές τάσεις. Οι τάσεις αυτές δε θα μπορούσαν να εκφραστούν αν δεν υπήρχε η δυνατότητα συγκρότησης ενός νέου κράτους, όπου θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν συνθήκες που θα ευνοούσαν την απρόσκοπτη ανάπτυξη των καταπιεζόμενων μέχρι τότε οικονομικών συμφερόντων αλλά και των λοιπών δραστηριοτήτων. Ούτε βέβαια θα ήταν ρεαλιστικές αν δεν υπήρχε ήδη ένας πληθυσμός με σαφή στοιχεία ετεροπροσδιορισμού έναντι μιας ηγετικής πληθυσμιακής ομάδας. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ελληνική επανάσταση μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περίπτωση των Ελλήνων η εμφάνιση μιας εμπορικής αστικής τάξης άλλαξε τα δεδομένα μετά το τέλος του 18ου αιώνα, καθώς η νέα αυτή τάξη συνειδητοποίησε ότι το μέλλον της δε θα μπορούσε να είναι μέσα στην παρακμάζουσα αυτοκρατορία και αναζήτησε λύσεις στα πλαίσια ενός εθνικού ελληνικού κράτους, πιέζοντας τις καταστάσεις προς τα εκεί, καταστάσεις όμως οι οποίες ήταν ακριβώς θετικές για μια τέτοια κίνηση λόγω της ήδη ως κάποιο βαθμό διαμορφωμένης εθνικής συνείδησης του γηγενούς πληθυσμού.[10]

Φυσικά όταν τέτοιες διακρίσεις δε γίνονταν σε βάρος της αστικής τάξης της μειονότητας ήταν πολύ δυσκολότερο να αναπτυχθεί κάποιο εθνικιστικό κίνημα (π.χ. στην Πολωνία, όπου η Rosa Luxemburg υποτίμησε τον πολωνικό εθνικισμό επειδή η μεγαλοαστική τάξη ήταν «βολεμένη» με την κατάστασή της μέσα στη μεγάλη ρωσική αγορά και δεν επιθυμούσε τη δημιουργία ξεχωριστού, σαφώς μικρότερων δυνατοτήτων, κράτους).[11] Στην περίπτωση αυτή βέβαια ήταν δυνατή η ανάπτυξη ενός μικροαστικού και μεσοαστικού εθνικισμού, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον εθνικισμό ως μέσο αντίθεσης με την άρχουσα ιδεολογία, η οποία εμφάνιζε για λόγους συμφέροντος έναν πολιτισμό, μια γλώσσα, μια θρησκεία κτλ. ως ανώτερα. Για παράδειγμα ο κροατικός εθνικισμός αναπτύχθηκε ενάντια στην ιδεολογία του γιουγκοσλαβισμού ως μια αντίθεση των καταπιεζόμενων κατώτερων τάξεων προς την ανώτερη.[12]

Τα παραπάνω ανταποκρίνονται και στο «πρότυπο του επιτυχημένου εθνικού κινήματος» του M. Hroch. Σύμφωνα με αυτό υπάρχουν τέσσερα σταθερά στοιχεία σε αυτό. «1. Μια κρίση νομιμότητας, συνδεδεμένη με κοινωνικές, ηθικές και πολιτισμικές εντάσεις. 2. Έναν βασικό όγκο κάθετης κοινωνικής κινητικότητας (μερικοί εκπαιδευμένοι άνθρωποι πρέπει να προέρχονται από την μη κυρίαρχη εθνοπολιτισμική ομάδα). 3. Ένα αρκετά υψηλό επίπεδο κοινωνικής επικοινωνίας, περιλαμβάνοντας την εγγραματωσύνη (sic), την εκπαίδευση και τις σχέσεις της αγοράς. 4. Συγκρούσεις συμφερόντων συσχετισμένες με το έθνος».[13]

Είναι λοιπόν σαφές ότι τα κράτη και τα έθνη «αλληλοχρησιμοποιήθηκαν», ώστε να επιβιώσουν, διότι διαφορετικά θα σταματούσαν να υφίστανται κάτω από το βάρος των αντιφάσεων που πήγαζαν από τα ιστορικά τους όρια. Ως υπέρβαση (Aufhebung) των παραπάνω αντιφάσεων εμφανίστηκε το εθνικό κράτος. Αυτό που δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση είναι ότι η μορφή αυτή κοινωνικής- πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης έχει συγκεκριμένες οικονομικές λειτουργίες και παρέχει οικονομικά οφέλη σε μια εθνική ομάδα. Για παράδειγμα η ύπαρξη εθνικού ανεξάρτητου νομίσματος, η σχεδίαση ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής κτλ. δείχνουν σαφώς το πώς η ύπαρξη του εθνικού κράτους ωφελεί εκείνη την εθνότητα που πίεσε για τη δημιουργία του. Με άλλα λόγια, για να πλουτίσει ένα έθνος χρειάζεται ένα επίσημο κράτος.[14]

Αυτή η θέση δεν παραγνωρίζει βέβαια τα υπόλοιπα στοιχεία που παίζουν ρόλο στην γένεση του εθνικού κράτους. Η κλασική φιλοσοφία του διαφωτισμού και των άγγλων οικονομολόγων έδινε βαρύτητα στην κοινή γλώσσα, τη θρησκεία την καταγωγή ή το ιστορικό παρελθόν, δηλαδή σε στοιχεία που προϋπήρχαν και ήταν χρόνιοι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του πληθυσμού.[15] Υπό αυτό το πρίσμα μάλιστα είναι σαφές ότι το εθνικό αίσθημα δεν αναπτύχθηκε σε τόσο διαφορετικές περιοχές και υπό τόσες διαφορετικές συνθήκες απλά ως μια επινόηση κάποιων ατόμων, αλλά ως ένας συνδυασμός πολλών ειδών αντικειμενικών κοινωνικών σχέσεων.[16]

Μια υλιστική όμως προσέγγιση των ιστορικών διαδικασιών αφήνει να διαφανεί ότι αυτές οι συνιστώσες δε θα μπορούσαν να επιδράσουν αν δεν συνέτρεχαν πρακτικοί λόγοι, λόγοι που θα χαν άμεση ή έμμεση σχέση με την ίδια την επιβίωση των ανθρώπων που εμπλέκονται στις διαδικασίες αυτές, άσχετα αν προϋπήρχε σε αυτούς κάποιο κοινό εθνικό αίσθημα ή αν αναπτύχθηκε στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Pierre Vilar άλλωστε, το χαρακτηριστικό του εθνικού λαού είναι ότι αντιπροσωπεύει το κοινό συμφέρον έναντι συγκεκριμένων συμφερόντων, κι αυτό φαίνεται αν δούμε ότι η Ηνωμένες Πολιτείες δεν επαναστάτησαν το 1776 λόγω της εθνικής τους διαφοράς με τους Άγγλους, ενώ η γαλλική Δημοκρατία δέχτηκε στους κόλπους της τον αγγλο- αμερικάνο Thomas Paine.[17]

Εντάξει, παραδέχομαι ότι βγήκε λιγάκι πιο σοβαρό απ' όσο συνηθίζω, αλλά αποφάσισα να μεγαλώσω, να ωριμάσω και να σοβαρευτώ. Ελπίζω να το εκτιμήσετε σε αυτή τη βάση.



[1] Fr. Engels, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους. Στο Φως των Ερευνών του Λ.Χ. Μόργκαν, Αθήνα 1982, σελ. 54-55, σελ. 229-242.

[2] E. Gellner, Έθνη και Εθνικισμός (μετ. Δώρα Λαφαζάνη), Αθήνα 1992, σελ. 18.

[3] V.I. Lenin, Άπαντα, τόμος 33. Κράτος και Επανάσταση, Αθήνα 1986, σελ. 7.

[4] πρβλ., A. D. Smith, The ethnic Origins of Nations, Νέα Υόρκη 1988, σελ. 131-135.

[5] E. Hobsbawm E., Έθνη και Εθνικισμός. Από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, Μύθος, Πραγματικότητα (μετ. Χρυσ. Νάντρις), Αθήνα 1994, σελ. 144.

[6] στο ίδιο, σελ. 31-32.

[7] E. Gellner, ο.π., σελ. 18-21.

[8] A. D. Smith, ο.π., σελ. 136-137.

[9] E. Hobsbawm , ο.π., σελ. 130-131.

[10] Ν. Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Αθήνα 1982, σελ. 219-236.

[11] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 165.

[12] στο ίδιο, σελ. 166-170.

[13] M. Hroch, T. M. Nicolaeva, Εθνικό Κίνημα και Βαλκάνια: από το εθνικό Κίνημα στην εθνική Ολοκλήρωση, Αθήνα 1996, σελ. 36-37.

[14] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 46-47.

[15] στο ίδιο, σελ. 36.

[16], M. Hroch, ο.π., σελ. 19-20.

[17] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 36.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Μυαλά υπό κατάληψη

Εμμέσω κοινωνικής ταραχής, η οποία μάλιστα επεκτάθηκε και σε μια επίθεση ενάντια στην παιδεία, ο ιστότοπός μας, πάντα πρώτος στα μεγάλα γεγονότα, έρχεται να δώσει το δικό του στίγμα και την δική του άποψη πάνω στο θέμα των κατειλημμένων πανεπιστημίων και της όλης διαμάχης που εκτυλίσσεται την συγκεκριμένη περίοδο μεταξύ των φοιτητών (διαμάχες βέβαια υπάρχουν και μεταξύ διαφόρων άλλων χώρων, αλλά θα ήταν καλύτερο να μην ασχοληθούμε με αυτά και να επικεντρωθούμε αμιγώς στο θέμα των καταλήψεων).

Κάνοντας αναφορά σε κάποιες από τις βασικότερες διατάξεις του νέου νόμου που ψηφίστηκε από το δημοκρατικότατο ελληνικό κοινοβούλιο, το οποίο τυγχάνει να χαίρει της πλήρους έγκρισης του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας (ειδικά με τα τελευταία φιλολαϊκά μέτρα που έχει καταθέσει), θα προσπαθήσω να θίξω κάποιες γενικότερες παραμέτρους που προσωπικά νομίζω ότι είναι σημαίνουσες.

Κάθε νόμος και γενικότερα κάθε πολιτική, πέρα από τις συγκεκριμένες διατάξεις που ορίζει μέσα από τα κείμενά της και τα οποία ασκούν μια άμεση επίδραση στον χώρο προς τον οποίο προσανατολίζονται, έχει και μια άλλη αξία. Αυτή η έμμεση αξία έχει να κάνει με το ιδεολογικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες γραμμές που ορίζει. Αυτό σημαίνει ότι η εκάστοτε πολιτική δεν έρχεται να πέσει ως διά μαγείας σε λιμνάζοντα νερά και να ταράξει για μικρό χρονικό διάστημα μια περιοχή γύρω από το σημείο πτώσης της. Πολύ περισσότερο δημιουργεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε να «χτίσει» ένα συνειδησιακό πλαίσιο, το οποίο έχει ένα σημείο εκκίνησής, τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζεται, και τελικό σκοπό, ο οποίος καθορίζεται από την νοοτροπία την οποία προωθεί (νοοτροπία που προφανώς πηγάζει από τα διάφορα συμφέροντα που επιθυμεί να εξυπηρετήσει).

Πώς εκφράζεται αυτό μέσα από τον νέο νόμο του υπουργείο παιδείας; Με κομψότατες διατυπώσεις γίνεται προσπάθεια να υποβαθμιστεί ο ρόλος του φοιτητή ως ενεργού πολίτη, ως συνειδητοποιημένου επιστήμονα, ως κοινωνικού ανθρώπου. Η παράγραφος για το γνωστότατο «ν+2» δεν είναι απλά μία διάταξη που περιορίζει τον χρόνο φοίτησης. Μέσα στο εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο κινείται είναι μια σαφής προσπάθεια να διαιωνίσει μια απαράδεκτη σχολική νοοτροπία, η οποία καλλιεργείται από τις τάξεις του δημοτικού και η οποία δεν αντιμετωπίζει τον μαθητή ή σπουδαστή ως άτομο με συγκεκριμένες νοητικές ικανότητες και συγκεκριμένο κοινωνικό υπόβαθρο, αλλά ως ένα είδος ρομπότ, που ως μόνη λειτουργία έχει την όσο τη δυνατόν γρηγορότερη έξοδό του από τον εκπαιδευτικό χώρο, για να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, είτε ενεργητικά (ως εργαζόμενος) είτε παθητικά (ως άνεργος) στις νεοφιλελεύθερες πλέον συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς. Διότι αυτός ο περιορισμός δεν είναι ένας καλοπροαίρετος τρόπος να πιεστεί ο φοιτητής να ασχοληθεί περισσότερο με τις σπουδές του. Αν το υπουργείο παιδείας επιδίωκε κάτι τέτοιο θα έπαιρνε μέτρα, ώστε να βελτιώσει το σύστημα εισαγωγής των μαθητών στο πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις σπουδές τους και να τελειώνουν γρηγορότερα και θα έκανε παράλληλα προσπάθειες να βελτιώσει το πρόγραμμα σπουδών, να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους στο πανεπιστήμιο και κατ’ επέκταση να δώσει κίνητρα στους φοιτητές να ασχοληθούν με μεγαλύτερο επιστημονικό ζήλο πάνω σε αντικείμενα που θα τους ενδιέφεραν.

Αντ’αυτού όμως παρατηρούμε να παίρνονται μέτρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο μόνος τρόπος να διαφυλαχτεί η πραγματική επιστημονικότητα του πανεπιστημίου είναι να αντιμετωπίζονται οι σπουδαστές του ως ώριμοι άνθρωποι, άνθρωποι οι οποίοι γνωρίζουν τι θέλουν και σκοπεύουν να το ολοκληρώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αν αυτό δεν ισχύει, που σαφώς δεν ισχύει, δεν είναι πρόβλημα του χρόνου φοίτησης (μήπως αν διαγραφούν θα ξέρουν περισσότερα πράγματα; Το θέμα με την παιδεία είναι να δημιουργήσει μορφωμένους ανθρώπους ή να εξοστρακίζει τους μη μορφωμένους;), αλλά αντιθέτως αποτελεί ζήτημα προς επίλυση πολύ πιο νευραλγικών στοιχείων της εκπαίδευσης, στοιχείων που μπορούν να εντοπιστούν μόνο στην βάση της, και ακόμα περισσότερο στην κοινωνική βάση και στο ποιες εν τέλει είναι οι κοινωνικές προτεραιότητες.

Το ίδιο συμπέρασμα μπορεί να βγει και από τη νέα ρύθμιση του ασύλου. Και επειδή πολλές φορές ακούγεται η προάσπιση του ασύλου ως άσυλο ιδεών και όχι ως άσυλο γενικά, η ερώτηση που θα ήθελα να θέσω είναι τι είδους ιδέες περιμένουμε από ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο. Περιμένουμε νέες ιδέες που θα ανοίξουν νέους δρόμους στην ανθρώπινη εξέλιξη ή μια ανακύκλωση των ίδιων ιδεών, διατυπωμένων με διαφορετικό τρόπο, ιδεών που ανταποκρίνονται και θα ανταποκρίνονται στις επιταγές της ίδιας και απαράλλαχτης κοινωνίας που εν τέλει θα δημιουργηθεί (και ήδη δημιουργείται); Τι σημαίνει άσυλο ιδεών, σε ένα χώρο όπου οποιαδήποτε ιδέα αντίθετη προς την καθεστηκυία τάξη θα μπορεί να καταστέλλεται από κρατικούς μηχανισμούς; Η κοινωνική πρόοδος επετεύχθη ανά τις χιλιετίες από ανατρεπτικές και όχι από συμβατικές απόψεις, και αυτές τις πρώτες είναι που φοβάται κάθε σύστημα εξουσίας και θέλει με κάθε τρόπο να εμποδίσει. Η απουσία του ασύλου το μόνο που διασφαλίζει είναι το γερό γάντζωμα της σημερινής άρχουσας εκμεταλλευτικής τάξης στη θέση της, χωρίς τον φόβο διατύπωσης νέων ιδεών, για πολλά χρόνια ακόμα, δηλαδή την παύση κάθε προοδευτικής αλλαγής.

Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, την εγκληματικότητα μέσα στο πανεπιστήμιο, θεωρώ ότι θα υποτιμούσα τη νοημοσύνη σας αν έκανα εκτενή αναφορά στο κατά πόσο τελικά το άσυλο ή η ίδια η κοινωνία με τα χάσματα και τις αδικίες που δημιουργεί είναι υπεύθυνη για τα διάφορα αυτά αρνητικά κρούσματα, αποκρυστάλλωση βαθύτερων προβλημάτων μέσα στο ίδιο το σύστημα και όχι μια απλή εξαίρεση που λαμβάνει χώρα στον μοναδικό μέχρι πρότινος απροσπέλαστο για την αστυνομία χώρο.

Άλλα θέματα που έχουν τεθεί, όπως τα δίδακτρα (τα οποία ναι, όσο και αν δεν το πιστεύετε ισχύουν, μην περιμένετε να το δείτε στην πράξη για να το πιστέψετε, αυτοδιαχείριση του πανεπιστημίου και μειωμένες κρατικές δαπάνες σημαίνουν δίδακτρα!), οι ιδιώτες που θα μπορούν να χρηματοδοτούν έρευνες και να τις κατευθύνουν κατά βούληση, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των ακαδημαϊκών με βάση ποσοτικά κριτήρια (αν είναι ποτέ δυνατόν) και άλλα τέτοια τραγελαφικά που περικλείει ο νόμος πραγματικά τα αφήνω στην κρίση του καθενός να κατανοήσει αν είναι θετικά για την παιδεία ή αρνητικά (ε ναι, δε θα φάμε κι όλη την μέρα μας εδώ, έχουμε να δούμε και ειδήσεις).

Αν βέβαια διαφωνείτε με όλα αυτά και θεωρείται ότι ο νέος νόμος είναι τέλειος και υπέροχος και βελτιώνει σαφέστατα το άθλιο πανεπιστήμιο του παρελθόντος (για το οποίο κακώς δεν είχαμε γράψει κάτι προηγουμένως, ήταν όντως άθλιο και χρειαζόταν όντως αλλαγές), τότε μπορείτε να σταματήσετε εδώ την ανάγνωση, γιατί εδώ αλλάζουμε ενότητα και περνάμε στο φρικαλέο και ανατριχιαστικό θέμα που ονομάζεται κατάληψη.

Όσοι λοιπόν συνεχίζετε, έχω να προσθέσω ένα ακόμα επιχείρημα ενάντια σε αυτό το νόμο (έκπληξη!! Δεν το περιμένατε). Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει πλέον κάθε ελπίδα για να παλέψουν και να βελτιώσουν την κοινωνία τους, το ότι έχουν παραδοθεί σε μια κατ’ επίφαση αίσθηση του ότι έχουν βολευτεί και αρνούνται να δουν οτιδήποτε πέρα από την μικροκοινωνία τους είναι σαφέστατα ένα φαινόμενο που πηγάζει από την παιδεία μας (όπως άλλωστε και τα πάντα μιλώντας για παιδεία με το γενικό της νόημα). Υπάρχει λοιπόν η τάση να δημιουργηθούν μέσα στο σημερινό σύστημα άνθρωποι χωρίς διάθεση να αγωνιστούν. Και για να μην χρονοτριβώ με ταυτολογίες, αν κάποιος δει το νέο νόμο μέσα από αυτό το πρίσμα, αποκλείεται να μην εντοπίσει το πώς αυτές οι ήδη υπάρχουσες τάσεις ενισχύονται κατάφορα εις βάρος φυσικά της τόσο σημαντικής κριτικής σκέψης και πνευματικής εγρήγορσης, χαρακτηριστικών που οφείλει να χει κάθε συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Με βάση όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι ο νόμος αυτός πρέπει να ανατραπεί. Το ζήτημα που μπαίνει τώρα είναι ποια μορφή αγώνα είναι η ορθότερη, ώστε να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος.

Ως προς τις καταλήψεις λοιπόν ως μορφή αγώνα (ε εν τέλει αυτό ήταν και το θέμα μας, μην αναλωνόμαστε τζάμπα με άσχετα πράγματα) δε νομίζω ότι καθαυτές πετυχαίνουν κάτι. Πρώτον όμως και σημαντικότερο δημιουργούν συσπείρωση. Εννοώ με αυτό ότι χτυπώντας την καθημερινότητα του φοιτητή αυτός αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με τις καταστάσεις που δημιουργούνται. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί δεν μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του συνειδητά αν πρώτα δεν καταλάβει ότι κάτι αλλάζει, ότι κάτι καινούριο υπάρχει, είτε θετικό είτε αρνητικό. Η κατάληψη δημιουργεί την απαραίτητη για κάθε αγώνα απεμπλοκή από την καθημερινότητα, αναγκάζει τους ανθρώπους να δουν ότι κάτι συμβαίνει. Σε κανέναν (σχεδόν) δεν αρέσει να χάνει μαθήματα εξεταστικής ή παραδόσεις εξαμήνου. Για το ότι χάνονται μαθήματα και επίσης πολύτιμος χρόνος για την φοίτηση αλλά και τη ζωή των σπουδαστών όμως δε φταίει η άμυνα των φοιτητών, η κατάληψη δηλαδή, αλλά η επίθεση του υπουργείου. Αποτέλεσμα αυτής της συσπείρωσης είναι η εξάπλωση της διαμαρτυρίας και σε άλλες μορφές. Ουσιαστικά, από τη στιγμή που μια κατάληψη ξεκινήσει να αποκτά μια μαζική δυναμικότητα, οφείλει πρώτον να τη διασφαλίσει με τη συνέχειά της και δεύτερον να κλιμακώσει την αντίδρασή της δημιουργώντας νέα μέτωπα δράσης, όπως πορείες, συζητήσεις και όλα τα υπόλοιπα γνωστά μέσα πίεσης. Είναι λοιπόν ένα απαραίτητο στάδιο το οποίο δημιουργεί το κατεξοχήν εφαλτήριο των αγώνων.

Ειδομένη από αυτή την άποψη νομίζω ότι μια κατάληψη επιτυγχάνει αυτό που κανένας άλλος τρόπος διαμαρτυρίας δεν μπορεί να επιτύχει. Την προσφορά της δυνατότητας να συνδυαστούν αποτελεσματικά όλοι οι τρόποι που μια απογοητευμένη και εξεγερμένη κοινωνία έχει ενάντια σε ένα σύστημα που καταφανώς την εκμεταλλεύεται και την καταπιέζει. Αυτό που εν τέλει οφείλουμε να σκεφτούμε είναι ότι αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε είναι η αξιοπρέπειά μας (όχι η ατομική αλλά η συλλογική). Κι αυτό προϋποθέτει τόσο έναν αγώνα για την διεκδίκηση μιας καλύτερης παιδείας, που θα δημιουργεί ανθρώπους που θα έχουν αυτή την αξιοπρέπεια και δε θα είναι υποταγμένοι (ας σταματήσουμε να βλέπουμε το κοντόφθαλμο οικονομικό συμφέρον, θεωρώντας το πανάκεια των κοινωνικών προβλημάτων και ας αναλογιστούμε πόσο ευεργετική θα είναι μακροπρόθεσμα μια ουσιαστική βελτίωση της εκπαίδευσής μας), όσο και μια αξιοπρέπεια σε αυτόν τον ίδιο τον αγώνα.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Η τσίχλα των ματιών

Για όσους έχουν περάσει αρκετές ώρες διαβάζοντας «τσιτάτα» στο διαδίκτυο, ο τίτλος θα πρέπει να σας αποκαλύπτει απευθείας το θέμα. Για τους υπόλοιπους, αφού σας συγχαρώ που προτιμάτε να ασχολείστε με άλλα πράγματα, πιο ουσιώδη υποθέτω, θα αναφέρω επεξηγηματικά ότι «τσίχλα των ματιών» ή «χαζοκούτι» (πιο γνώριμο αυτό) είναι απλοί επαινετικοί χαρακτηρισμοί για αυτό που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε απλώς τηλεόραση.

Θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη συσκευή και οι λειτουργίες της είναι αρκετά διαδεδομένη, δε θα προχωρήσω σε κάποια εκ βαθέων ανάλυσή της, δεν έχω και τις ικανότητες προφανώς, αλλά θα προσπαθήσω να εντοπίσω ορισμένα χαρακτηριστικά της όσον αφορά την σημερινή της χρήση και σημασία. Παρόλο που προσωπικά την απεχθάνομαι και έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να παρακολουθώ, θα αποτολμήσω να ρίξω μια αντικειμενική ματιά και να δω το θέμα κριτικά, χωρίς προκαταλήψεις, αν και δεν μπορώ βέβαια να εγγυηθώ κάτι.

Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να βρω την σωστή αρχή για ένα τέτοιο εγχείρημα. Κι αυτό διότι η τηλεόραση πλέον καλύπτει τόσους πολλούς τομείς της καθημερινότητάς μας, που θα χρειαζόταν πραγματικά να γράψουμε σελίδες επί σελίδων για να αναλύσουμε τον καθένα ξεχωριστά και την όποια επίδραση ασκούν. Επομένως υποχρεώνομαι εδώ, αν κι αυτό ίσως να εξελιχθεί και σε θετικό, να κάνω λόγο ακριβώς για την τηλεόραση ως ένα καθολικό μέσο επιρροής της κοινωνίας, μέσω αλλά ταυτόχρονα και πέρα από τις διάφορες κατηγοριοποιήσεις που μπορούν να τεθούν.

Ως γνωστόν, και γενικότερα θα φροντίσω να παραλείψω τα διάφορα προφανή που αφορούν την συγκεκριμένη εφεύρεση, δεν υπάρχει σπίτι χωρίς τηλεόραση (με ελαχιστότατες εξαιρέσεις). Η δύναμη του μέσου αυτού αρχικά είναι αυτός ο απαράμιλλος συνδυασμός της επίδρασης στις 2 βασικότερες αισθήσεις μας, την όραση και την ακοή. Ταυτόχρονα, όχι μόνο μπορούμε να απολαύσουμε το θέαμα που η τεχνολογία τόσο απλόχερα μας παρέχει, αλλά και να έχουμε μια μεγάλη γκάμα επιλογών, καθώς τα διάφορα υπάρχοντα κανάλια δίνουν την δυνατότητα μιας πολυφωνίας που δύσκολα συναντάμε σε άλλες πτυχές της ζωής μας. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί παρά να είναι θετικό, καθώς ο κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να διασκεδάζει, να ενημερώνεται, να μορφώνεται κτλ. όπως ο ίδιος επιθυμεί σχεδόν οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Και αυτό ενισχύεται φυσικά και από την δυνατότητα του σημερινού ατόμου να μπορεί να ψηλαφίζει και να αφουγκράζεται ακόμα και τα πιο καλά κρυμμένα νοήματα, έτσι ώστε με όπλο την παιδεία του να αποφεύγει όποιους σκοπέλους προσπαθούν να δημιουργήσουν οι επιτήδειοι κεφαλαιοκράτες των καναλιών και να είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί στο έπακρον τα θετικά στοιχεία αποδιώχνοντας παράλληλα πλήρως τα αρνητικά. Ή κάπως έτσι τέλος πάντων.

Αυτή η σχέση της τηλεόρασης με τον σύγχρονο άνθρωπο λοιπόν είναι και αυτή που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ας εκκινήσουμε από το ερώτημα τι είναι αυτό που οδήγησε σε αυτή την παθιασμένη σχέση, τέτοια που ακόμα και άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα επισιτισμού προσηλώνονται μπροστά από αυτό το απόλυτο επίτευγμα της ανθρώπινης τεχνογνωσίας. Η δίψα για μάθηση, η περιέργεια του ανθρώπου, που τον οδήγησε ανά τις χιλιετίες στη συνεχή ανακάλυψη και δημιουργία είναι σαφώς απόρροια των αυξημένων νοητικών του ικανοτήτων ως είδος. Ανέκαθεν οι ανθρώπινες κοινωνίες, όσο τους επέτρεπαν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσαν και καθόριζαν τον ελεύθερο χρόνο που θα είχαν έχοντας καλύψει τις στοιχειώδεις βιολογικές ανάγκες, γοητεύονταν από καθετί καινούριο που μπορεί να συναντούσαν στη ζωή τους και είχαν τη δυνατότητα να το επεξεργαστούν (υλικά ή νοητικά). Διαλεκτικά αυτό οδηγούσε σε μια, εμμέσως ή αμέσως, νέα θέαση του περιβάλλοντός τους και αυτή η πορεία, που διήρκησε όσο το ανθρώπινο γένος ακμάζει πάνω στον πλανήτη και θα συνεχίζεται όσο η ανθρωπότητα θα του δίνει αυτή τη δυνατότητα, έφερε την, με σκαμπανεβάσματα, ανοδική πορεία του πολιτισμού μας.

Έτσι λοιπόν με κάθε νέα ανακάλυψη και εμπειρία ο άνθρωπος αναδιαμόρφωνε την κοινωνία του στη νέα βάση, προσπερνούσε τις όποιες αντιφάσεις, καλλιεργούσε νέες κοινωνικές μορφές, πιο εξελιγμένες, που του επέτρεπαν καλύτερες συνθήκες ζωής μέσω της βελτιωμένης ποιοτικά και ποσοτικά παραγωγής (δεν μπορούμε να ισχυριστούμε φυσικά ότι ιδεατές εξελίξεις είχαμε σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, απλά λαμβάνουμε ως υπόδειγμα το βέλτιστο δυνατό της ανθρώπινης ιστορίας) και νέες συνθήκες εργασίας. Αναλογιζόμενοι αυτή την πορεία μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε το πώς η περιέργεια έγινε σύμφυτη με τον άνθρωπο, αφού αυτή έπαιζε όχι την πρωταρχικό (ο οποίος αρχικά ήταν η απλή επιθυμία κάλυψης των βασικών αναγκών) αλλά σίγουρα έναν καταλυτικό ρόλο στην επίσπευση της ανόδου του βιοτικού επιπέδου.

Αφού οι αισθήσεις μας είναι τα βασικά μέσα, με τα οποία καλύπτουμε αυτή την πτυχή της ζωής μας αυταπόδεικτα πλέον η τηλεόραση μας ελκύει για έναν σαφώς θετικό λόγο. Οφείλω να ομολογήσω ότι κάνω την παρατήρηση αυτή μετά φόβου, καθώς μπροστά σε αυτή την καταπληκτική δικαιολογία σίγουρα οι μισοί ήδη θα έχετε φύγει για να λάβετε ενεργό μέρος στην τρομερή αυτή ευκαιρία για κοινωνική εξέλιξη. Είμαι όμως υποχρεωμένος να συνεχίσω για τους υπόλοιπους.

Θα περίμενε κανείς εκ των παραπάνω ότι η τηλεόραση, προϊόν μιας σαφώς ανεπτυγμένης τεχνολογικά και πολιτιστικά κοινωνίας, θα συνέχιζε αυτή την «παράδοση» που περιγράψαμε παραπάνω και μάλιστα θα την προωθούσε ακόμα περισσότερο. Ικανοποιώντας δηλαδή την θέληση για μάθηση και γνώση θα δημιουργούσε άτομα ενημερωμένα, σκεπτόμενα, συνειδητοποιημένα, με πνευματική εγρήγορση και κριτική σκέψη. Ο δυνητικός πλούτος πληροφοριών θα άνοιγε ευρύτατα πεδία στην προωθημένη σκέψη και θα έστρωνε τον δρόμο για μια κοινωνική αλλαγή, επιτεύξιμη από το μεγάλο σύνολο του πληθυσμού.

Αντ’ αυτού όμως τι αντικρίζουμε; Δισεκατομμύρια ανθρώπους ανά την υφήλιο όχι μόνο να παρακολουθούν αποχαυνωμένοι από τον καναπέ τους (ή την καρέκλα τους, το πάτωμά τους, το χώμα τους ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο) ώρες ολόκληρες, ακόμα και ενόσω κοιμούνται, τα διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα, αλλά ταυτόχρονα να μην παρουσιάζουν κανένα σημάδι κοινωνικής ωρίμανσης, να μην στέλνουν κανένα ελπιδοφόρο κοινωνικό μήνυμα και εν τέλει όχι απλά να μην δραστηριοποιούνται αλλά αντιθέτως να μεταμορφώνονται σε παθητικά άβουλα όντα, χωρίς ενδιαφέροντα, χωρίς πρωτοβουλίες, χωρίς ενεργό εγκέφαλο.

Νομίζω πρέπει να αναρωτηθούμε «γιατί και πώς ένα αναμφίβολα πρωτοποριακό μέσο, που υποσχόταν σημαντικές θετικές αλλαγές κατέληξε να αποτελεί μια μάστιγα που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ανθρώπινης σκέψης, ένα είδος αρρώστιας που απλά πατάει το off στις λειτουργίες του μυαλού;» (εντάξει προφανώς είμαι λιγάκι υπερβολικός, αλλά πάνω κάτω, ας το παραδεχτούμε, αυτό κάνει). Αρχικά θεωρώ ότι αυτή η εξέλιξη έχει να κάνει με την γενικότερη αλλοτρίωση των σημερινών κοινωνιών.

Όσον αφορά λοιπόν την τηλεόραση δύο είναι τα σημεία στα οποία θα ήθελα να σταθώ. Το πρώτο είναι η γενικότερη έλλειψη διεξόδων στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου και το δεύτερο η αδυναμία να εκμεταλλευτεί ακόμα και αυτές τις λίγες που δημιουργούνται. Έτσι, βλέπουμε μια κοινωνία με δυνατότητες που φάνταζαν επιστημονική φαντασία πριν από λίγα μόλις χρόνια να διαβιεί σε συνθήκες που προφανώς δεν ταιριάζουν στην εξέλιξη των μέσων παραγωγής, μια απίστευτη και αναίτια σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων και εκμεταλλεύσιμων φυσικών πόρων που οδηγεί σε μια καθημερινή ρουτίνα- αγώνα επιβίωσης. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα τόσο η διαρκής «μάχη» του ανθρώπου (την οποία εμείς στον «ανεπτυγμένο κόσμο» δεν μπορούμε να βιώσουμε απόλυτα σε σύγκριση με το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού) όσο και η αντίφαση που περιγράψαμε προηγουμένως οδηγούν σε μια κατάσταση όπου, όπως ανέφερα και προηγουμένως, η τηλεόραση φαντάζει η μόνη διαφυγή, το μόνο μέσο που υπόσχεται απόλυτη ελευθερία επιλογών.

Όταν όμως κανείς δεν έχει μάθει πώς να αξιοποιεί την ελευθερία του σε πραγματικές συνθήκες, όταν γνωρίζει την έννοια της ελεύθερης επιλογής μόνο από τις ταινίες του Hollywood και τα διάφορα best seller βιβλία με τους φανταστικούς ήρωες που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους (και αυτό είναι μάλλον που τους κάνει ήρωες στα μάτια μας), τότε πώς μπορεί κάποιος να περιμένει ότι θα βρεθεί η δύναμη από κάποιον να ελέγξει τη δύναμη ενός μέσου με τόσες δυνατότητες; Το αναμενόμενο είναι μάλλον ακριβώς το αντίθετο: η ίδια η δύναμη της τηλεόρασης στρέφεται τελικά ενάντια σε μια ανήμπορη να την ελέγξει κοινωνία, εκμεταλλευόμενη από ιδιώτες και φυσικά τα ίδια τα κράτη σε μια «εκστρατεία» μαζοποίησης, πλύσης εγκεφάλου, νέκρωσης της πνευματικής εγρήγορσης και της δημιουργικής σκέψης. Είναι άλλωστε γνωστό ότι κανένα ανταγωνιστικό σύστημα, όπως είναι ο καπιταλισμός, δεν επιθυμεί σκεπτόμενους πολίτες.

Οδηγούμαστε λοιπόν στην καταστροφολογία; Δεν είμαστε, δεν ήμασταν και δε θα είμαστε ποτέ έτοιμοι να αποκομίσουμε θετικά από την τηλεόραση ή από αντίστοιχες τεχνολογικές καινοτομίες; Είμαστε έρμαια εκμεταλλευτών που καθορίζουν τη ζωή μας εν αγνοία μας; Δε νομίζω. Η τεχνολογική εξέλιξη είναι σύμφυτη με την σύγχρονη κοινωνία και κουλτούρα. Η ανθρωπότητα είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει την τηλεόραση θετικά. Άλλωστε όπως είχε πει και ο Καρλ Μαρξ καμιά κοινωνία δε δημιουργεί προβλήματα τα οποία δεν μπορεί δυνητικά να λύσει. Ζούμε σε μια εποχή όπου όλα μας τα προβλήματα, όλες μας οι δυσκολίες, οτιδήποτε φαντάζει αδύνατο να βελτιωθεί στην πραγματικότητα υπάρχει για να βρει την λύση του. Οποιαδήποτε στιγμή είμαστε ικανοί να φτύσουμε την τσίχλα που δεν μας αρέσει και να μην την ξαναχρησιμοποιήσουμε (όχι την συγκεκριμένη που φτύσαμε προφανώς, γενικότερα τις τσίχλες). Και αυτό δε θα σημαίνει εξάλειψη της τσίχλας ως παραγώγιμο είδος. Θα οδηγήσει σε βελτίωσή της γεύσης τους και της ποιότητάς τους. Το ερώτημα είναι, τι είναι τελικά αυτό που μας αρέσει;

Χρόνια Πολλά!

Όχι όχι δε γιορτάζουμε κάτι. Στις 20 Ιουλίου δε γιορτάζουμε κάτι. Δηλαδή σύμφωνα με το χριστιανικό εορτολόγιο γιορτάζουν οι: Ηλίας, Λιας, Ηλιάκος, Λιάκος, Λίτσος, Λιάκουρας, Ηλιάνα, Λιάνα αλλά μετά βαθύτατης λύπης οφείλω να ομολογήσω ότι δεν απευθύνομαι σε κανέναν τέτοιον (αν και αναμφίβολα μέσα στους εκατομμύρια αναγνώστες του blog θα υπάρχουν και άτομα με αυτά τα ονόματα). Από την άλλη ίσως να ήταν θεμιτό να γιορτάσουμε την 458η επέτειο ασίγαστης αποτρόπαιης ανθρώπινης ηλιθιότητας ή αλλιώς να ευχηθούμε για την πρώτη φορά από την μέρα που ξεστομίστηκε αυτή η απαίσια φράση (τυχαίος είναι ο αριθμός). Αλλά δεν πρόκειται για καμία ευχή πάνω σε αυτόν τον πλανήτη να χρησιμοποιήσω το «χρόνια πολλά».

Τώρα θα μου πείτε προς τι τέτοιο μίσος για μια απλή ευχούλα. Πρώτα απ’όλα επειδή αδυνατώ να την κατανοήσω. Και δεν πιστεύω ότι είμαι ο μόνος. Τόσα χρόνια μας πιπιλάνε τα αυτιά για το πόσο δύσκολη είναι η ζωή, ότι πρέπει να δουλεύουμε, να ανεχόμαστε διάφορα άσχημα και άδικα πράγματα, ότι τα γηρατειά είναι γεμάτα δυσκολίες. Φυσικά, παρ’όλα αυτά, η ζωή είναι πολύ ωραία. Βεβαίως είναι ωραία, φαίνεται όταν από τα 70 θα πρέπει να ξοδεύεις ολόκληρο το τεράστιο ποσό της σε λίγα χρόνια ανύπαρκτης κοινωνικής πρόνοιας σε φάρμακα (για να μην μιλήσω για νωρίτερα). Γιατί λοιπόν να ζήσουμε χρόνια πολλά; Για να βασανιζόμαστε; Ποιος τέλος πάντων μπορεί να μου εξηγήσει αυτή την αντίφαση;

Από την άλλη θα με πούνε απαισιόδοξο. Γιατί βασανιζόμαστε; Πού ζούμε δα; Σε καμιά αλλοτριωμένη κοινωνία; Σε μια εποχή που ένα μάτσο παραλληλόγραμμα χαρτιά αξίζουν περισσότερο από την ζωή ενός έμβιου όντος; Σε έναν κόσμο που οι λέξεις αρμονία και ευτυχία είναι ταυτόσημες με την ουτοπία; Ε όχι, είμαι απαισιόδοξος που τα λέω αυτά. Ας ζήσουμε χρόνια πολλά και ας απολαύσουμε αυτό τον υπέροχο πλανήτη που χε την μεγάλη τύχη να έχει τον άνθρωπο στην κορυφή της τροφικής του αλυσίδας.

Ναι νευριάζω. Νευριάζω επειδή έχουμε καταφέρει να καταστρέψουμε ακόμα και τις ευχές μας. Γιατί ακόμα και μια απλή καλοπροαίρετη φράση έχει καταλήξει να μην έχει νόημα. Να λέμε χρόνια πολλά από συνήθεια, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Δεν μας ενδιαφέρει αν θα είναι χρόνια καλά, εποικοδομητικά, χρόνια προόδου, εξέλιξης, βελτίωσης. Αρκεί να είναι πολλά. Έτσι, για να χουμε να πούμε κάτι.

Δε θα μιλήσω καν για το θέμα της δεισιδαιμονίας. Προφανώς και επειδή λέμε την ευχή αυτό δε σημαίνει ότι θα πιάσει. Αλλά εδώ εξετάζουμε απλά την τυπικότητα της φράσης. Και μάλιστα την κραυγαλέα αρνητικά χρωματισμένη τυπικότητα. Γιατί είναι άλλο να μην πιάνει μια ευχή και άλλο να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην πιάσει. Όταν ευχόμαστε χρόνια πολλά σε έναν άνθρωπο και την ίδια στιγμή καταστρέφουμε οι ίδιοι την κοινωνία μας, όταν του παίρνουμε για δώρο ό,τι πιο άχρηστο έχει σκεφτεί ο ανθρώπινος νους, απλά και μόνο επειδή το παρασκευάζει η αγαπημένη μας εταιρία με εργοστάσια απαρτισμένα από 6χρονα του τρίτου κόσμου (εμείς είμαστε ο πρώτος, κάνουμε ό,τι θέλουμε στους κατώτερους) και ταυτόχρονα διαβιούμε σαν να παίζουμε τα αλλοτριωμένα ρομποτάκια και υποσκάπτουμε την ίδια μας την ζωή και την ζωή των επόμενων γενιών, τότε ποιο είναι ακριβώς το νόημα της ευχής;

Δε θα πω ούτε για το πώς οι γιορτές έχουν απλά καταλήξει να αποτελούν την μοναδική μας διέξοδο από την μιζέρια της καθημερινότητας, ότι έχουμε καταλήξει τόσο μικρόψυχοι, τόσο δυστυχισμένοι, τόσο αποπροσανατολισμένοι, που μια επίφαση χαράς μας αγγίζει με το πρώτο υποκριτικό χαμόγελο, με την πρώτη ψεύτικη καλή κουβέντα. Δε θα το πω γιατί πάλι θα κατηγορηθώ για απαισιοδοξία. Αλλά πώς ακριβώς τα χρόνια πολλά υποτίθεται ότι μας κάνουν να ξεχνάμε τέτοια πράγματα; Αν ζήσω χρόνια πολλά και είναι ίδια κατ’ ουσίαν το ένα με το άλλο, θέλει αρκετή προσπάθεια για να μην καταφέρω να ανακαλύψω μόνος μου τέτοιες πικρές αλήθειες. Μήπως ταυτόχρονα με την ευχή μακροβιότητας ευχόμαστε και χρόνια τύφλωση, γρήγορο αλτσχάιμερ ή κάποιου είδους περίεργη ασθένεια που προκαλεί φυγή από την πραγματικότητα; Ίσως να έπρεπε. Αλλά μάλλον εννοείται, οπότε δεν υπάρχει λόγος να διαιωνίσουμε άλλη μια απαίσια τυπικότητα.

Και δηλαδή να μην ευχόμαστε; Θα ήταν λύση αυτό; Δε νομίζω ότι το να μην ευχόμαστε θα οδηγούσε σε κάποια άμεση καταστροφή του πλανήτη, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι στην παρούσα φάση το να σταματήσουμε να ευχόμαστε δε θα άλλαζε κάτι προς το θετικό. Άρα όχι, αυτή η ισοπέδωση δεν αποτελεί την προτεινόμενη λύση μου. Θα έλεγα μάλιστα ότι ούτε καν το χρόνια πολλά ως φράση δεν υφίσταται στη σκέψη μου ως πρόβλημα. Αυτό που είναι πρόβλημα είναι η αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να κατανοήσει ακόμα και τα πιο αυτονόητα πράγματα, όπως ότι μια ευχή έχει αξία όταν την εννοείς. Το να επαναλαμβάνεις σε όλο τον κόσμο 2 λεξούλες απροσδιόριστου νοήματος επειδή έτσι σου έμαθε η προγιαγιά σου δε σημαίνει ότι είσαι καλύτερος άνθρωπος ή ότι επιτέλεσες κάποιου είδους κοινωνικό έργο. Μάλλον προσπαθείς να βγεις από την υποχρέωση παρά να ευχηθείς. Αυτό δείχνει το ποιόν των ανθρώπινων σχέσεων όπως έχουν διαμορφωθεί μέσα από χρόνια αλλοτριωμένων σχέσεων εργασίας και κατ’ επέκταση αλλοτριωμένων σχέσεων κοινωνικοποίησης και ικανοποίησης απλών αναγκών.

Αν έπρεπε να κάνω μια λίστα με 3, 5, 10 πράγματα που θα έπρεπε να αλλάξουν στον κόσμο, οι ευχές δε θα συγκαταλέγονταν μέσα σε αυτήν. Και αν ήθελα να προτείνω λύσεις για να αλλάξει αυτή η παρακμιακή κατάσταση του σήμερα οι ευχές δε νομίζω ότι θα με απασχολούσαν σε πρώτη φάση. Όμως αν είναι μια ακόμα συνιστώσα στο εποικοδόμημα, η απλοϊκότητά της την κάνει τουλάχιστον πρόδηλο στόχο για μια πρώτη κίνηση προς την πρόοδο.

Όσο κι αν ήμουν απαισιόδοξος σε όλο το κείμενο, όσο κι αν πικρόχολα σε κάποια σημεία προσπάθησα να υποβαθμίσω το νόημα που έχουν οι ευχές, θέλω απλά να δηλώσω ότι οι λέξεις και οι φράσεις νοηματοδοτούνται περισσότερο από το περιεχόμενο που τους δίνουμε παρά από κάποιου είδους αυθύπαρκτη θετική ή αρνητική χροιά. Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω την ευχή περί της οποίας γίνεται λόγος με ένα επίθετο, θα την χαρακτήριζα ως «καμένη». Γιατί πλέον δύσκολα στο μυαλό μας μπορεί να εκλάβει άλλες διαστάσεις πέρα από τις απλές τυπικές που της έχουμε αποδώσει. Είμαι της πεποίθησης ότι οι ευχές και τα λόγια μας γενικότερα οφείλουν να ανταποκρίνονται στις πράξεις μας, αλλιώς είναι απλά υποκριτικά, είτε θέλουμε να το δεχτούμε είτε όχι. Διαφωνώ με την ύπαρξη των διαφόρων γιορτών εν γένει, πιστεύω ότι κάθε μέρα είναι μια γιορτή και ταυτόχρονα μια κοπιώδης (με την καλύτερη έννοια) ευκαιρία για πρόοδο. Αλλά για οποιονδήποτε λόγο κι αν καλούμαστε να ευχηθούμε πιστεύω ότι πρέπει πάνω από όλα να είμαστε ειλικρινείς τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τους άλλους, τα «αντικείμενα» των ευχών μας. Για αυτό ή θα πρέπει να πάψουμε να λέμε «χρόνια πολλά» ή να κάνουμε κάτι για να μεταφράσουμε αυτά τα λόγια σε πράξη.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Το πέρασμα σε μια άλλη εποχή

Αν και δε θα θελα πάλι να ξεκινήσω μιλώντας για μένα, αναγκάζομαι εκ των συνθηκών να το κάνω, όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά απλά διότι δεν μπορώ να σκεφτώ πιο κατάλληλο τρόπο να σας εισάγω στο θέμα. Σήμερα λοιπόν ήταν η ορκωμοσία μου. Και πέρα από τα συγχαρητήρια και τα μπράβο που αναμφίβολα μου αξίζουν και με κάνουν να νιώθω περήφανος και μαγεμένος από την αγάπη σας και την ευτυχία του πλανήτη για αυτό μου το επίτευγμα νιώθω την ανάγκη να παραθέσω ορισμένες σκέψεις μου όσον αφορά αυτό το συμβάν.

Η αστική κοινωνία και η νοοτροπία που έχει υποβάλλει ως θέσφατο στον σημερινό άνθρωπο δεν του επιτρέπει φυσικά να αμφισβητήσει τέτοιου είδους χαρές και πανηγύρια, ειδικά εφόσον έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση, την μόρφωση, το πέρασμα σε ένα ανώτερο στάδιο της ζωής. Και βέβαια δε διεκδικώ δάφνες προοδευτικής ποιότητας ως ο μόνος που μπορώ να φέρω αντίρρηση σε αυτό. Απόδειξη το ότι μέχρι στιγμής δεν μου είχε περάσει ποτέ κάτι τέτοιο από το μυαλό. Το σημερινό «σοκ» όμως ήταν μια αφορμή να κάνω λίγο ακόμα πέρα τα άπειρα μικροαστικά μου κατάλοιπα και να δω κριτικά και αυτή την τόσο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του σύγχρονου πολιτισμένου πεπαιδευμένου και πάνω απ’όλα επιτυχημένου ανθρώπου.

Βλέποντας το πτυχίο (τα 2 αντίγραφά του συγκεκριμένα) ένιωσα κάπως περίεργα. Και ειδικά μετά από την διαδικασία που είχε προηγηθεί, της οποίας τον όρκο και το όλο κλίμα δε θα ήθελα να σχολιάσω, διότι ελπίζω να χετε όλοι σας τη χαρά κάποια στιγμή να παραβρεθείτε σε μια τέτοια εκδήλωση και να αντικρύσετε μόνοι σας την γελοιότητα που μπορεί απλόχερα να χαρίσει ο κραυγαλέος αστικός συντηρητισμός. Συνειδητοποίησα όμως ότι μικρή είναι η διαφορά μεταξύ της μικροαστικής απόδειξης γνώσεων και της επίσης μικροαστικής απόδειξης χρηματικών ανταλλαγών και έγκειται κυρίως στο ότι η πρώτη είναι πιο απεχθής, πιο φαιδρή, πιο αλλοτριωμένη, πιο προσβλητική για το ανθρώπινο πνεύμα και την ανθρώπινη εξέλιξη.

Παίρνοντας στα χέρια μου όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά που αποδεικνύουν τις γνώσεις μου πάνω στο αντικείμενό μου ήταν σαν να παίρνω απόδειξη για το καινούριο μου σκουπάκι τουαλέτας. Και για όσους δεν κατάλαβαν την αναλογία ή βαριούνται να την σκεφτούν, αν η λεκάνη είναι η κοινωνία και η απόδειξη το πτυχίο, μαντέψτε ποιος είναι το σκουπάκι. Όταν μάλιστα η λεκάνη έχει ήδη το μαύρο της το χάλι, τι να σου κάνει το καημένο;

Όταν οι ανθρώπινες σχέσεις παρακμάζουν δεν μπορεί παρά να έχουμε ως αιτία και ταυτόχρονα αποτέλεσμα και την παρακμή της κοινωνίας. Σε μια εποχή τόσων δυνατοτήτων επικοινωνίας το να στηρίζεται η πρόοδος σε απλά χαρτιά είναι μάλλον αναχρονιστικό και λυπηρό. Καλούμαστε να επιδεικνύουμε σωρούς εγγράφων παρά να μιλάμε, να γράφουμε, να συνεννοούμαστε ανθρώπινα. Και όταν αυτό γίνεται κουλτούρα, όταν επικροτείται, όταν δεν τίθεται θέμα αμφιβολιών ως προς την ορθότητα και την αποτελεσματικότητά του, τότε είναι σαν να καταδικάζουμε τις ανθρώπινες σχέσεις και την εξέλιξη της ανθρωπότητας σε απροσωπία.

Οι γνώσεις δε χρειάζονται αποδεικτικά. Όταν υπάρχουν αυτό φαίνεται στο ποιόν του καθενός, η παιδεία φαίνεται στην ικανότητα του ατόμου να νιώθει ευτυχισμένο στην κοινωνία του, ακόμα κι όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες. Αποδεικτικά χρειάζονται μόνο αυτοί που δεν έχουν άλλο τρόπο να δείξουν ότι ξέρουν, όσοι ουσιαστικά δεν αξίζουν πραγματικά μια τέτοια απόδειξη. Και όταν κάποιος που δεν αξίζει παίρνει τέτοιο δώρο από την κοινωνία του μεταμοντερνισμού και του νεοφιλελευθερισμού, όταν μάλιστα νιώθει μια διάχυτη ευτυχία για αυτή του την επίτευξη, τότε γίνεται κι αυτός μέρος της. Η εκπαίδευση που στρέφει τους ανθρώπους στην υποστήριξη των δεδομένων αρχών και όχι στην πρόοδο και την εξέλιξη είναι μια εκπαίδευση στραμμένη στον συντηρητισμό, στραμμένη στον αναχρονισμό, στραμμένη στην απώλεια κάθε οράματος για βελτίωση.

Επομένως δεν μπορώ πλέον να πιστέψω ότι η αλλαγή μπορεί να επέλθει από μια αλλοτριωμένη πλέον εκπαίδευση. Οι νέες ιδέες δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορούν εύκολα να προέλθουν από τον χώρο αυτόν ή τουλάχιστον πρέπει σταδιακά να κατανοήσουμε ότι οι ελπίδες για αλλαγή οφείλουν σταδιακά να βρεθούν αλλού. Χωρίς να αρνούμαι προσωπικά την προσπάθεια, χωρίς να έχω διάθεση να εγκαταλείψω, θεωρώ πλέον δεδομένο ότι ο ακαδημαϊκός χώρος μπορεί να λειτουργήσει μόνο βοηθητικά προς μια νέα κατεύθυνση. Η μόνη άλλη λειτουργία που μπορεί να επιτελέσει είναι δυστυχώς η ανασταλτική.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Ο ΠΥΡΗΝΑΣ



Ο πυρήνας της σκέψης είναι η επιχείρηση!!! Τι άλλο θα ακούσω ο καημένος???
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή για να καταλάβουν όλοι περί τινός πρόκειται. Χτες ήρεμος και ωραίος έτυχε να βρεθώ σε μια συζήτηση για έναν ραδιοφωνικό σταθμό που έχουμε εγώ και η παρέα μου στο διαδύκτιο. Καθώς η συζήτηση κυλούσε αν όχι ήρεμα και ωραία, τουλάχιστον υποφερτά ακούστηκε καθώς εξηγούσα πως βλέπω θεωρητικά την ενέργεια αυτή, η επίμαχη φράση. Σάστισα, γιατί προφανώς το μυαλό του συγκεκριμένου ανθρώπου ήταν και είναι κολλημένο σε μια νέα ηθική που επικρατεί τα τελευταία καπιταλιστικά χρόνια και δεν είναι άλλη από το κέρδος. Πλέον οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτα που να μην έχει σχέση με αυτό. Ακόμα και οι φιλανθρωπίες,  που κατά την προσωπική μου άποψη είναι δήθεν, έχουν στο αρχικό τους πλάνο το κέρδος είτε άμεσα είτε, όπως γίνεται τις περισσότερες φορές έμμεσα. Εδώ θέλω να ρωτήσω κάτι. Έχουν όλοι αυτοί κάτσει σκεφτεί πως βοήθα τον άνθρωπο αυτό? Τον βοήθα στην ανάπτυξη του να έχει τρία κινητά, δυο πισίνες, πέντε τηλεοράσεις, δυο υπολογιστές, το άχρηστο μαχαίρι που κόβει την ντομάτα τρεις φορές πιο γρήγορα από το κανονικό μαχαίρι, τρία σπίτια, την σούπερ καφετιέρα που φτιάχνει και τοστ? Θα μου πείτε δικαίωμα τους. Εντάξει και δικό μου δικαίωμα είναι μια μέρα να τρελαθώ, γιατί και αυτοί τρελοί είναι, να πάω σε έναν παιδοβρεφικό σταθμό να βιάσω όλα τα μωράκια εκεί μέσα και μετά να τα σκοτώσω αργά και βασανιστικά με το ίδιο καταπληκτικό μαχαίρι που όντως κόβει την ντομάτα τρεις φορές πιο γρήγορα. Αυτό όμως είναι παράνομο γιατί είναι άμεσο και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Ενώ όταν με την αγορά πέντε τηλεοράσεων, που είναι έμμεσο, καταδικάζεις εφτά παιδία από έναν άλλο βρεφικό σταθμό στον Παναμά σε ασιτία και εντέλει στο θάνατο δεν είναι??? Χτες στην ελληνική κρατική τηλεόραση είχε ένα ντοκιμαντέρ, που αμφιβάλλω αν το είδαν αρκετά άτομα γιατί προφανώς εκείνη την ώρα είχαν να πνίξουν την ματαιοδοξία σε κανένα χαζοράαλιτη για τις πλούσιες χαζογκόμενες της πρωτεύουσας, που είχε σαν θέμα τις ευρωπαϊκές μεγαλοεταίριες που κλέβουν το φαΐ των φτωχών στις δυτικές ακτές της Αφρικής. Και ρωτάω  εγώ ο ηλίθιος, πρέπει να κάτσω άπραγος και να βλέπω τύπους που ζυγίζουν εκατόν εβδομήντα κιλά να μασουλάνε ασταμάτητα και ξεκοκαλίζουν δυο κιλά ψαριά και ηλίθιες κυράτσες της γειτονίας να ταΐζουν αδέσποτα κωλογατιά γιατί και αυτά ψυχή έχουν!, ενώ πεθάνουν παιδία επειδή δεν έχουν να φανέ μήνες ένα κομμάτι ψωμί; Αλλά βέβαια αυτά τα παιδία έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος και είναι και παρά πολύ μακριά ενώ το Μιλάνο που πάνε όλες αυτές οι κύριες για να αγοράσουν γούνα φτιαγμένη από ρακούν και όχι από την γατούλα τους είναι κοντά. Αλλά τώρα που η ‘δίαιτα’, τους χτυπά την πόρτα κατεβούν όλοι μαζί σαν τα ζώα να αγανακτήσουν αναρτώντας «δεν πωλείται» στις τούρκικες φύλακες που θαυμάζουν τόσο πολύ σαν εθνικό μνημείο! Όλα αυτά γιατί ο πυρήνας της σύγχρονης σκέψης πρέπει αναγκάστηκα να είναι η επιχείρηση και το κέρδος! Ε άμα είναι έτσι ρε παιδία ε εντάξει. Μην κατηγορούμε όμως τα πρεζάκια, τους ψυχοπαθής δολοφόνους που περιέγραψα παραπάνω και τους παιδεραστές γιατί αυτοί είναι απλά τα αποτελέσματα μιας σάπιας, παρακμάζουσας κοινωνίας που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι μια τυχαία σειρά από νούμερα στην τράπεζα που όσο μεγαλύτερη είναι τόσο πιο ευτυχισμένοι είναι. Αυτό που ουσιαστικά θέλω να πω είναι πως με την εξέλιξη της κοινωνίας πρέπει να εξελιχθούν και οι νόμοι της έτσι ώστε να μην αποβλέπουν μόνο στις άμεσες ενέργειες αλλά και στις έμμεσες. Πως έγινε π.χ με τους ναζί που καταδικάσθηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έτσι πιστεύω πως και αυτές οι μεγάλες πολυεθνικές πρέπει να καταδικαστούν και μαζί τους όλη η νοοτροπία του κέρδους που έχουν αναπτύξει. Είμαι ονειροπόλος; Μπορεί. Μακάρι να ήταν όλοι έτσι!

ΑΡΝΗΣΗ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ



Καλημέρα, καλησπέρα ό,τι θέλετε τελοσπάντων, σε όλους εσάς που θα βρεθούν απέναντι σ’ αυτό το κείμενο. Δεν είμαι εδώ για να κατηγορήσω για μια ακόμη φορά αυτόν τον τόσο άδικο, άσχημο, ανεπαρκές κόσμο στον οποίο υποτίθεται ότι ζούμε αλλά για να υποδείξω το προφανές. Το προφανές που την σημερινή εποχή, μην ξέροντας γιατί, θεωρείται κάτι σπουδαίο και θεωρείται σπουδαίο γιατί απλά οι άνθρωποι πλέον αρνούνται την ίδια τους την σκέψη, φοβούνται ακόμη και τον ίδιο τους εαυτό. Η αυτοκριτική δεν θεωρείται πλέον αρετή αλλά περιττή για την εξέλιξη του ανθρώπου. Και ρωτάω πως είναι αυτό δυνατόν; Μόνο με την άρνηση της λογικής σκέψης! Άρνηση της λογικής σκέψης δεν είναι άλλο από το να πω ότι το άσπρο είναι μαύρο και για όλους εσάς που σας τυφλόνουν οι χαζοιδεες του νεοφιλελευθερισμού έχω να πω το εξής ότι ζούμε σε κοινωνία και αν δεν έχουμε σταθερές για να επικοινωνούμε τότε δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά μια αγέλη από ζώα που απλά προσπαθούν να επιβιώσουμε, αν σας αρέσει αυτό καλώς αλλά να ξέρετε ότι οι απόψεις σας  είναι λόγια του αέρα και δεν ευσταθούν στην ευημερία και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Νεοφιλελευθερισμός, τι μπούρδα!!! Πραγματικά ποιος σκέφτηκε μια τέτοια βλακεία? Εντάξει καταλαβαίνω ότι όλοι οι άνθρωποι λόγο της δυσβάσταχτης καθημερινότητας βαριούνται κάποια στιγμή και σκέφτονται βλακείες για να περάσει λίγο πιο ευχάριστα ο χρόνος αλλά κανείς δεν εφαρμόζει αυτές τις βλακείες στην ζωή του και πόσο μάλλον στις ζωές των άλλων. Για παράδειγμα χτες σκέφτηκα να κάνω το σχοινί που κρεμάμε τα ρούχα καταπέλτη για μανταλάκια, βλακεία αλλά δεν είπα ότι ναι έτσι τελικά πρέπει να χρησιμοποιείται αυτό το σχοινί γιατί ξέρω ότι είναι λάθος και μεγάλη ανοησία να υποστηρίξω κάτι τέτοιο γιατί σκέφτομαι λογικά. Γιατί λοιπόν και αυτός που σκέφτηκε αυτή την μπούρδα δεν έβαλε την λογική στον συλλογισμό του και να πει ότι είναι λάθος? Αν είναι δυνατόν νεοφιλελευθερισμός της ελεύθερης αγοράς!!! Ιδέες που υπερισχύουν την ανθρώπινη ύπαρξη για χάρη των αριθμών και των υλικών αγαθών. Αναφέρθηκα σ’ αυτό για να δείξω την απουσία ουσιαστικά όχι μόνο της λογικής σκέψης αλλά τελικά γενικότερα της σκέψης. Είμαστε πια ζώα που δεν σκέφτονται. Ο παραλληλισμός μας με κοπάδι που πάει στην σφαγή είναι τελικά ο πιο εύστοχος των τελευταίων ετών και οποίος το καταλαβαίνει ανεξαρτήτως των πολιτικών του πεποιθήσεων έχει κάνει το πρώτο βήμα προς την εξέλιξη αυτής της κοινωνίας. Όλοι όσοι το αρνούνται είναι απλά ηλίθιοι. Καμία ανοχή προς αυτούς. Βαρέθηκα πια να ανέχομαι βλακείες και ουσιαστικά να παραγκωνίζομαι και περιθωριοποιούμαι στο όνομα της ελευθέριας του λόγου. Κάθε τι βλακώδες και χωρίς πραγματική σκέψη πρέπει να ξεριζώνεται και να αφήνεται πίσω χωρίς να του δίνεται βαρύτητα. Και οποίος βλάκας πει και ποιος είμαι εγώ να για να πω τι θα κάνουμε είναι απλά είναι κομπλεξικός και δεν κατάλαβε καν το ύφος του κειμένου και καλύτερα θα ήταν να σταματήσει να διαβάζει εδώ γιατί δεν πρόκειται να αλλάξω ύφος ή γίνω πιο συγκαταβατικός μιας και επόμενο θέμα είναι η καταραμένη θρησκεία. Θρησκεία άλλο ένα μεγάλο χαζό κατασκεύασμα ενός νοσηρού μυαλού που απαρνήθηκε την λογική. Χιλιάδες μπορεί και εκατομμύρια ιδέες να έχουν διατυπωθεί για αυτό το πράμα. Τι είναι θησεία, σε τι εξυπηρετεί, αν μπορούμε να την ανάγουμε έτσι ώστε να αντιπροσωπεύει τον θεό και αλλά πολλά ερωτήματα που πραγματικά αρνούμαι να απαντήσω γιατί πιστεύω ότι στην τελική είναι ανούσια και δεν εξυπηρετούν κάπου. Έχω ακούσει και έχω ακούσει πράματα για αυτήν την γενικότερη πίστη κάπου, ‘δηλαδή εσύ δεν πιστεύεις πουθενά και πως ζεις και πως εξηγείς τα ανεξήγητα και τα λοιπά. Ρε βλάκες δεν έχω και δεν πιστεύω πως κάποιος νοήμων άνθρωπος έχει την ανάγκη να εξηγεί ότι δεν καταλάβει με πράγματα που δεν υπάρχουν. Αυτά που βλέπω τα εξηγώ με αλλά πράγματα που κοιτά να δεις πάλι βλέπω!!! Και αυτά που δεν καταλαβαίνω ή δεν βλέπω προσπαθώ να τα εξηγήσω με κάτι που λέγεται λογική σκέψη. Αν εσείς την ονομάζεται θρησκεία τότε εσείς κάνατε λάθος γιατί έχει ήδη δοθεί ονομασία γι’ αυτό. Είναι σαν λέω το μήλο πορτοκάλι. Όχι το μήλο είναι μήλο και το πορτοκάλι πορτοκάλι. Κάπου εδώ νομίζω ότι έφτασα στο τέλος μιας και αρχίζω όπως φαίνεται να χάνω την ψυχραιμία μου και δεν πρέπον, όχι τουλάχιστον όταν γράφεις ένα κείμενο. Αν το ανάγνωσμα αυτό σας ξίνισε την μούρη, σας εκνεύρισε έστω στο ελάχιστο τότε πραγματικά πέτυχα τον στόχο μου, αν από την άλλη σας άφησε παγερά αδιάφορους τότε πρέπει να βρείτε κάτι άλλο για να σας εκνευρίσει μπας και επιτέλους αφυπνισθείτε από τον λήθαργο της ανοησίας σας γιατί αν πρέπει κάτι να κάνουμε στην τελική είναι να νευριάσουμε και να σκεφτούμε τι δεν μας αρέσει και επιτέλους να δραστηριοποιηθούμε!!!!

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

ΓΕΝΙΚΑ

Χωρίς να έχω τι να κάνω, είπα να θυμηθώ ότι έχω και ένα blog και να γράψω κάτι για να περάσει η ώρα. Ο τίτλος πιστεύω είναι χαρακτηριστικός ως προς το περιεχόμενο του παρόντος κειμένου, και σε περίπτωση που τρέφετε αυταπάτες ότι μπορεί όντως να γράψω κάτι γενικό, θα σας τις διαλύσω αμέσως διαβεβαιώνοντάς σας ότι απλά δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα θα γράψω. Εξού και ο τίτλος.

Τώρα βέβαια, βγαίνει κείμενο έτσι; Μάλλον δύσκολα. Γιατί άντε να γράψω μια παράγραφο, άντε να γράψω δεύτερη, μετά τι θα λέω; Χάνει και το ενδιαφέρον του το κοινό και αποχωρεί και μένει και αυτό αλλά και ο συγγραφέας απογοητευμένος από την όλη έκβαση του πονήματος. Ας προσεγγίσουμε λοιπόν την πραγματικότητα και ας οδηγηθούμε συνειρμικά σε κάποιο σχετικό θέμα.

Είναι καλοκαίρι. Το καλοκαίρι στην Ελλάδα το χουμε εν πολλοίς συνδυάσει με την θάλασσα. Εμένα δεν μ’αρέσει η θάλασσα. Έχω άσχημες αναμνήσεις, είναι η αλήθεια, επομένως ως ψυχολογικό τραύμα θα μπορούσε κάποιος να δικαιολογήσει αυτή μου την παράδοξη αντιπάθεια. Βέβαια ούτε είδα την ζωή μου να χάνεται χαροπαλεύοντας μες στα μανιασμένα κύματα του ωκεανού, ούτε παραλίγο να εγκλωβιστώ μέσα σε αχανείς κοραλλιογενείς υφάλους που με κατάπιναν ρουφώντας κάθε ικμάδα οξυγόνου από μέσα μου, ούτε έπεσα θύμα ύπουλης και αιφνιδιαστικής επίθεσης σφυροκέφαλου καρχαρία ή δολοφόνου φάλαινας. Όχι, η αλήθεια είναι ότι οι άσχημες εμπειρίες τις οποίες προανέφερα δεν έχουν να κάνουν με κάποια χολιγουνγιανού τύπου παραγωγή προθανάτιας προσομοίωσης. Άλλωστε όπως έχω αναφέρει και άλλοτε είμαι αρκετά βαρετός ως άνθρωπος και δεν έχω κάποιο κάρο με συναρπαστικές περιπέτειες που να λειτουργούν ως μπαλαντέρ ελλείψει άλλων θεμάτων και το οποίο να κουβαλώ πάντα μαζί μου ως προσάρτηση στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Αλλά τέλος πάντων θα μου πείτε, γιατί τα λέω όλα αυτά και δεν μπαίνω απ’ευθείας στο θέμα; Γιατί δεν λέω αυτό που έχω να πω να ησυχάσουμε όλοι;

Θα σας κάνω λοιπόν αυτή την υποθετική χάρη, αν και ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι το κείμενο δημιουργείται στην πορεία, είναι δηλαδή σε «ζωντανή μετάδοση» και άρα μην έχετε εξωφρενικές απαιτήσεις. Μικρός λοιπόν θυμάμαι την γιαγιά μου να με ξυπνάει πρωί πρωί, γύρω στις 11 ή 12, που εγώ φυσικά ως παιδάκι πάνω στην ανάπτυξη (όπως και τώρα άλλωστε) κοιμόμουν και να απαιτεί να πάω στην θάλασσα να κολυμπήσω. Σιγά σιγά αυτό μου δημιούργησε κάποιο μίσος για αυτό το αλμυρό νερό που είναι καλό μόνο για να επουλώνει πληγές και άρχισα να το αποφεύγω. Αυτή ήταν και η απαρχή μιας ολόκληρης αναζήτησης και βαθιάς ανάλυσης του θέματος, την οποία για πρώτη φορά, και είστε ιδιαιτέρως τυχεροί για αυτό, την εξωτερικεύω και την χαρίζω απλόχερα σε όλους.

Αυτό το φαινομενικά ασήμαντο γεγονός θα μπορούσε να χει περάσει πλήρως απαρατήρητο από τα φίλτρα που «διύλησαν» τα εκάστοτε τεκταινόμενα της ζωής μου και επηρέασαν καταλυτικά την ψυχοσύνθεσή μου και τον σημερινό μου χαρακτήρα, αν δεν κατάφερνα με το δαιμόνιο μυαλό μου να το συνδυάσω με μια γενικότερη κοσμοθεωρία που είδε αυτή την μαζική θερινή φυγή στη θάλασσα ως μέρος του κοινωνικού όλου και όχι ως μια εγωιστική απέχθεια. Γιατί ναι, όσο κι αν δεν το πιστεύετε, και καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να το πιστέψετε, μέρες ολόκληρες ώριμων φιλοσοφικών αναζητήσεων με οδηγούσαν βήμα βήμα στην εκ βάσεως κατανόηση αυτού του δύσκολου και δύστροπου θέματος, το οποίο θα ξαναθυμίσω στους μη έχοντες επαρκώς καλή μνήμη, παρουσιάζεται εδώ εντελώς τυχαία και συμπτωματικά, με έναν μαγικό θαρρείς τρόπο.

Δύο είναι τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν εδώ. Πρώτον, τι είναι αυτό που οδήγησε σε αυτή τη μαζική ροή ολόκληρων αστικών πληθυσμών προς αναζήτηση του υγρού θαύματος και πώς εξελίχθηκε και δεύτερον το τι σχέση έχει αυτό με την γιαγιά μου, εμένα και όλο μου το σόι; Με το δεύτερο φυσικά θα καταπιαστούμε πολύ πιο εμπεριστατωμένα.

Η σχέση του ανθρώπου με το θαλασσινό στοιχείο μαρτυρείται τόσο ως πάρεργο όσο και ως σχετική με εργασία από αρχαιοτάτων χρόνων. Άλλωστε είναι γνωστό ότι μεγάλοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν σε περιοχές πλούσιες σε νερό, ενώ η θάλασσα, που φυσικά έχει και το περισσότερο, ήταν ανέκαθεν ένα στοιχείο που περισσότερο ένωνε παρά χώριζε τους κατά περιοχή πληθυσμούς. Οι εργασίες σχετικές με τη θάλασσα, εμπόριο, ναυτιλία, αλιεία, επαγγελματικές καταδύσεις, ενοικίαση φουσκωτών κτλ. δε θα μας απασχολήσουν εδώ. Πολύ περισσότερο, όπως άλλωστε θα έχετε αντιληφθεί, θα αναζητήσουμε τις ρίζες της σχέσης του ανθρώπου με τη θάλασσα που οδήγησαν στο σύγχρονο φαινόμενο του θερινού παροξυσμού- μανίας καταδίωξης από την εχθρική σατανική πόλη. Σε αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί και το φαινόμενο του διακρατικού τουρισμού με σκοπό την φυγή από τις ψυχρές ζώνες προς αναζήτηση του θείου τρίπτυχου παραλία-ήλιος-θάλασσα, το οποίο μπορούμε να έχουμε υπ’όψιν μας καθόσον θα καταπιανόμαστε με το υπό εξέτασιν θέμα.

Η πρώτη φορά που διαπιστώνουμε ιστορικά σε τέτοια μαζικότητα το κοινωνικό φαινόμενο της εξόρμησης στις παραλίες είναι ο 20ος αιώνας. Και αυτό είναι αναμφίβολα λογικό, καθώς με την ανάπτυξη της τεχνολογίας οι μετακινήσεις έγιναν σαφώς ευκολότερες, ενώ ταυτόχρονα οι νέες σχέσεις παραγωγής και εργασίας έδωσαν την δυνατότητα σχεδόν στον καθένα να βρει τον απαραίτητο χρόνο αλλά και τα χρήματα για μια τέτοια ενέργεια. Ξαφνικά λοιπόν εντοπίζουμε το αναμφίβολα θετικό αυτής της υπόθεσης. Ένας καθοριστικός παράγοντας που συνετέλεσε στην δημιουργία και ανάπτυξη του φαινομένου αυτού είναι η κοινωνική εξέλιξη.

Ας αντικρύσουμε το θέμα από πιο κοντά. Έχουμε σαφώς να κάνουμε με μια ανθρώπινη επιθυμία που αποτελεί συνέπεια των υψηλών θερμοκρασιών που δημιουργούνται. Ο σύγχρονος πολιτισμός προσφέρει απλόχερα τη δυνατότητα κάποιες μέρες του καλοκαιριού να υπερβούμε εύκολα αυτό το εμπόδιο. Αυτή η έξαρση του φαινομένου οδήγησε στον συνδυασμό της καλοκαιρινής αυτής απόδρασης με πολλά άλλα φαινόμενα, όπως τα παιχνίδια στη θάλασσα, τις οργανωμένες παραλίες, τις προκανονισμένες διακοπές κτλ. Επίσης υπάρχει η τάση να συνδυάζεται αυτό και με μια έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη προς την είσοδο στη θάλασσα, την ύπαρξη μαγνητικών πεδίων στο βυθό τα οποία ωθούν τα ανθρώπινα κορμιά και άλλα, αλλά αν εξετάσουμε το θέμα αντικειμενικά η θάλασσα χαρίζει πρώτον δροσιά και δεύτερον αυτό το αίσθημα ελευθερίας και ξεγνοιασιάς που για παράδειγμα δεν το χαρίζει μια μπανιέρα γεμάτη κρύο νερό. Η ηλιοθεραπεία και η ανάγκη για ένα σωστό μαύρισμα, αν κάποιος σέβεται τον εαυτό του το καλοκαίρι, αποτελούν μάλλον συνεπακόλουθα μιας εκμετάλλευσης αυτής της συνήθειας παρά κάποιο βιολογικό ρολόι που αποφασίζει να χτυπήσει τον Ιούνιο. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές άλλες ταυτιζόμενες με την παραλία σύγχρονες δραστηριότητες.

Ακολουθώντας λοιπόν το φαινόμενο στην ιστορική του πορεία, παρατηρούμε μια σταδιακή αλλαγή του. Αυτό που αρχικά αποτελούσε ανάγκη για να αποφύγουμε την αφόρητη ζέστη μετεξελίχθηκε σε μια αναγκαιότητα. Την αναγκαιότητα που επιτάσσει κάθε καλοκαίρι από μικρά παιδιά να δίνουμε θερμό παρόν στις παραλίες είτε απολαμβάνοντας το καθαρό δροσερό νερό, είτε ξαπλωμένοι σε μια επιδεικτική στάση αντιπαράθεσης με τον ήλιο (σώμα με σώμα ή με το όπλο της ομπρέλας ως αμυντικό μηχανισμό που δείχνει την δυναμική του ανθρώπου απέναντι στα ενοχλητικά φυσικά φαινόμενα). Και η μετάβαση αυτή προς νέα στάδια δε σταμάτησε εκεί. Επιπλέον η παραλία άρχισε να σημαίνει καλογυμνασμένα κορμιά αλειμμένα με τόνους ελαίου για να προσφέρουν το ιδανικό μαύρισμα στον κατά τα άλλα ασήμαντο ασπρουλιάρη μικροαστό (και των 2 φύλων) που μικρό τον έδερναν οι συμμαθητές του επειδή είχε τρύπιες κάλτσες, χώρο αθλητικών εκδηλώσεων με παραγνωρισμένους δυνάμει ολυμπιονίκες να εκτοξεύουν με δύναμη την αερόμπαλά τους στον υποθετικό στόχο που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί την εστία ενός υψηλών προδιαγραφών γήπεδο πόλο, σχολή αρχιτεκτονικής με αντισεισμικούς πύργους από λάσπη να ξεφυτρώνουν κατά μήκος και πλάτος της παραλίας από επίδοξους αναβιωτές μεσαιωνικών κατασκευών, και γενικότερα ένα μέρος κοινωνικών ζυμώσεων, όπου διαπλάθονται και αναδύονται οι κατακτήσεις και οι υπερβάσεις του σύγχρονου αστικού πολιτισμού μέσω της αλληλεπίδρασης των διόλου παρακμιακών κοινωνικών φαινομένων που λαμβάνουν χώρα εκεί και ξεδιπλώνουν μπροστά στα μάτια μας μια μικρογραφία της καθημερινότητάς μας, όταν οι μάσκες είναι κάπως πεσμένες.

Και φυσικά για ποιον φυσιολογικό άνθρωπο δεν αξίζει να περάσει ώρες μέσα στο αυτοκίνητό του, υπομένοντας τον ήλιο που τον χτυπάει ακριβώς την στιγμή που θέλει να τον αποφύγει, για ποιον σωστό νομοταγή πολίτη δεν αξίζει να ξοδέψει υπέρογκα ποσά σε ταξίδια που παρέχουν την ευκαιρία πολλαπλάσιας υπεραξίας σε διορατικούς κεφαλαιοκράτες, για ποιον καθώς πρέπει μικροαστό δεν αξίζει να χωθεί στις συνωστισμένες πλαζ και να περιμένει στην ουρά για ένα μπουκαλάκι νερό με τα ίδια άτομα που την προηγούμενη μέρα έβριζε στην αντίστοιχη ουρά της ΔΕΗ- εφορίας- δημόσιου οργανισμού κοινής ωφελείας εν γένει, μόνο και μόνο για να απολαύσει αυτό το υπερθέαμα που περιγράψαμε παραπάνω;

Έχω την εντύπωση ότι με αυτές τις ερωτήσεις μπορούμε να κατανοήσουμε ακόμα πληρέστερα το θέμα και να το θέσουμε στη βάση ενός φαινομένου καθαρής ανθρώπινης αλλοτρίωσης. Ο σύγχρονος άνθρωπος, έχοντας βιώσει μέσα στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον κάθε θετική και αρνητική πτυχή του, βρήκε έναν τρόπο να μεταφράσει τις ατελείωτες ώρες ρουτίνας, κούρασης και κατάθλιψης σε λίγες ώρες ή έστω μέρες δροσερής ανάπαυσης και, ασυνείδητα συνήθως, ασυνήθιστης κοινωνικής δραστηριότητας. Ίσως αυτή η παρατήρηση να φαντάζει αυστηρή και ανεδαφική, αλλά τι άλλο μας αποδεικνύουν αυτές οι αντιφάσεις στην ανθρώπινη συμπεριφορά; Ένα υγειές στα αρχικά του στάδια γεγονός προωθήθηκε με τέτοιο τρόπο και έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης έτσι, ώστε πλέον να μιλάμε για ένα από τα πλέον εξέχοντα δείγματα σπατάλης ελεύθερου χρόνου. Κι αν το να αποδειχτεί το πώς έγινε αυτό απαιτεί σελίδες ντοκουμέντων και ιστορικών δεδομένων, τα απότοκά του, τα παραδείγματα δηλαδή που είδαμε προηγουμένως, κάνουν το συμπέρασμα αυτό σχεδόν αυταπόδεικτο. Ο σύγχρονος αστός δε γνωρίζει ακριβώς για ποιον λόγο «σέρνεται» ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά την περίοδο του καλοκαιριού στη θάλασσα. Ουσιαστικά ωθείται από ένα κοινωνικού χαρακτήρα «πρέπει», μια αδιόρατη υποχρέωση την οποία αδυνατεί τόσο να αποποιηθεί, όσο και να κατανοήσει και η οποία του προσφέρει μια επίφαση ευτυχίας, χωρίς όμως ουσιαστικά να προωθεί οτιδήποτε σημαντικό και ουσιαστικό.

Και ίσως κάπου εδώ να μπορούμε να εντοπίσουμε και το πώς «κολλάνε» τα πρώτα προσωπικά παραδείγματα που έφερα. Είναι αυτή ακριβώς η υφέρπουσα ψευδοϋποχρέωση που ανάγκαζε την γιαγιά την δική μου όπως αντίστοιχα και την γιαγιά του καθενός να με ξυπνάει το πρωί, αυτή η αδυναμία κατανόησης του λόγου ύπαρξης αυτής της συνήθειας εξόρμησης στη θάλασσα που προσδιόριζε την κίνηση αυτή ως έναν αλλόκοτο αόριστο αυτοσκοπό των διακοπών, ελαχιστοποιώντας την σημασία οποιασδήποτε άλλης ενέργειας δεν σχετιζόταν με αυτόν. Αποφεύγω την θάλασσα όχι επειδή μου φέρνει άσχημες εμπειρίες των δικών μου καλοκαιριών, αλλά επειδή αναδεικνύει για μένα το σημείο παρακμής που έχουν φτάσει οι σημερινές κοινωνικές συνθήκες.

Η τελευταία παράγραφος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο επίλογος. Όχι όμως για τον ψαγμένο υπέροχο προσεκτικό και πανέξυπνο αναγνώστη (και φυσικά εγώ μόνο τέτοιους έχω), ο οποίος με την καταπληκτική του μνήμη θυμάται ακόμα από πού ξεκίνησε αυτό το κείμενο. Θα ξανατονίσω με κάθε ειλικρίνεια ότι το θέμα που επιλέχθηκε ήταν εντελώς τυχαίο και δεν είχα κανέναν σκοπό να γράψω για αυτό. Ξεκίνησα να γράφω απλά με σκοπό να γράψω κάτι και, προφανώς επειδή το συγκεκριμένο θέμα το είχα θίξει σχετικά πρόσφατα και είναι και επίκαιρο, ήταν το πρώτο που μου ήρθε. Νομίζω ότι το πείραμά μου μπορεί κάπου εδώ να τελειώσει. Η περαιτέρω τύχη του, η επιτυχία ή η αποτυχία του δεν επαφίεται πλέον στις δικές μου ικανότητες.