Οι έννοιες τόσο του έθνους όσο και του συγκεντρωτικού κράτους είναι σχετικά νέες, αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα με καταβολές στον 18ο και τον 19ο αιώνα. Το κράτος ως θεσμός βέβαια ανάγεται με διάφορες μορφές σε παλιότερες εποχές. Με οποιαδήποτε μορφή, το κράτος δεν είναι κάτι που επιβλήθηκε στην κοινωνία από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά αντιθέτως είναι ένας θεσμός επιβεβλημένος από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, ως μια ανεπτυγμένη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, για να ελέγξει αποτελεσματικότερα την παραγωγή.[1] Αυτή την αντίληψη την βλέπουμε και στον Gellner, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για τον καταμερισμό της εργασίας και χωρίς αυτόν τον καταμερισμό δε νοείται η ύπαρξη κράτους.[2] Σύμφωνα με τον Λένιν πάλι «το κράτος είναι προϊόν των ανειρήνευτων (πλαγιασμός στο πρωτότυπο) ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν (στο πρωτ.) αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανειρήνευτες.»[3] Στην ίδια λογική θα πρέπει να εντάξουμε και την εμφάνιση του θεσμού του συγκεντρωτικού, του εθνικού και της κάθε μορφής κράτους.[4]
Η έννοια του έθνους από την άλλη ανάγεται στην εποχή της βιομηχανικής και της γαλλικής επανάστασης. «Το γενέθλιο της πολιτικής ιδέας του έθνους και το έτος γεννήσεως αυτής της νέας συνείδησης είναι το 1789, το έτος της Γαλλικής Επανάστασης» (K. Renner, Staat und Nation).[5] Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πριν από τον 18ο αιώνα κοινότητες με διακριτά χαρακτηριστικά η μία από την άλλη. Η διαφορά έγκειται στην σημασία που δόθηκε στον τονισμό των ομοιοτήτων ή των διαφορών τους σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους, το οποίο εν πολλοίς οδήγησε στην έννοια του εθνικού κράτους. Η σχέση μεταξύ έθνους και κράτους βέβαια είναι πολύπλοκη (και δεν μπορεί να εξεταστεί εξ ολοκλήρου εδώ), διότι είναι μη ρεαλιστικό να προσπαθούμε να ταυτίσουμε απόλυτα ένα κράτος με μια συγκεκριμένη εθνότητα. Αυτό θα σήμαινε την ύπαρξη περιοχών με ομοιογενή εθνολογική σύσταση, πράγμα που δε συναντάται στην εποχή την οποία εξετάζουμε εδώ (19ος-21ος αι.).[6]
Αυτό όμως που μπορούμε να ανιχνεύσουμε είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ της εμφάνισης και ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης και της δημιουργίας του εθνικού κράτους. Κοινώς, το ερώτημα αν η εθνική συνείδηση προϋπάρχει του κράτους ή αν το κράτος είναι αυτό που μέσα στα πλαίσιά του διαμορφώνει τον εθνικισμό (με ουδέτερη έννοια) δεν μπορεί να απαντηθεί μέσω μιας χρονολογικής θέασης των πραγμάτων, αλλά μέσα από την ανάλυση των ιστορικών ορίων του έθνους, του κράτους και του τελικού συνταιριάσματός τους μέσα στο εθνικό κράτος. Στο σημείο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η άποψη του Gellner ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει εθνικισμός (όχι έθνος- σημείωση του συντάκτη) αν δεν υπήρχε το κράτος.[7]
Έτσι λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε τα όρια του κράτους μέσα στο ίδιο το ιστορικό πλαίσιο της λειτουργίας του. Αν πάρουμε το παράδειγμα της προεπαναστατικής Γαλλίας (χώρας που μαζί με την Αγγλία ανέπτυξαν νωρίς το εθνικό συναίσθημα κυρίως μέσα στα πλαίσια του 100ετούς πολέμου) θα δούμε ότι οι βασιλείς της προσπάθησαν σταδιακά με διάφορους τρόπους να προκρίνουν τα κοινά συμφέροντα της εθνότητας σε βάρος των όποιων αντιφάσεων και διαφορών υπήρχαν μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων για οικονομικούς ή άλλους λόγους. Αυτό δείχνει το πώς το κράτος χρησιμοποίησε την έννοια του έθνους ως ένα μέσο συνένωσης ομάδων διαφορετικών συμφερόντων υπό την σκέπη ενός κοινού στοιχείου, επιτελώντας με αυτόν τον τρόπο τον ουσιαστικό σκοπό του θεσμού του κράτους, δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε, τον έλεγχο των εσωτερικών (ταξικών) προβλημάτων. Για να επιτύχει αυτό τον σκοπό το κράτος προχωρούσε (συχνά υπό πιέσεις) στην χορήγηση δικαιωμάτων στους πολίτες του (citizenship), παρέχοντάς τους με αυτόν τον τρόπο όχι απλά μια επίφαση εθνικής συνείδησης, αλλά ενεργό κοινωνικό ρόλο μέσα στα πλαίσια του.[8] Επίσης βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής ήταν η τροφοδότηση του πατριωτισμού μέσα από την αντιπαλότητα προς τον «άλλον», τον ξένο, δηλαδή αυτόν που δεν ήταν από την ίδια πατρίδα. Άλλωστε «δεν υπάρχει κανένας πιο αποτελεσματικός τρόπος για να συνδεθούν τα ξεχωριστά μέρη των ανήσυχων λαών από το να ενωθούν εναντίον των “ξένων”».[9]
Από την άλλη διακρίνουμε ομάδες με κοινή εθνική καταγωγή που όμως εμφανίζονται ως μειονότητες (οι όροι χρησιμοποιούνται κάπως αναχρονιστικά) μέσα σε κράτη ελεγχόμενα από άλλες ισχυρότερες εθνοτικές ομάδες (χαρακτηριστικά φυσικά τα παραδείγματα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Με την άνοδο της αστικής τάξης σε αυτές τις περιοχές των μειονοτήτων, σε συνδυασμό με την επιρροή κινημάτων όπως ο φιλελευθερισμός κι ο ρομαντισμός, έγινε αντιληπτό ότι παρεμβάλλονταν εμπόδια στην ορθολογική οικονομική και πολιτισμική τους ανάπτυξη από το κυρίαρχο κράτος, γεγονός που δημιουργούσε αποσχιστικές τάσεις. Οι τάσεις αυτές δε θα μπορούσαν να εκφραστούν αν δεν υπήρχε η δυνατότητα συγκρότησης ενός νέου κράτους, όπου θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν συνθήκες που θα ευνοούσαν την απρόσκοπτη ανάπτυξη των καταπιεζόμενων μέχρι τότε οικονομικών συμφερόντων αλλά και των λοιπών δραστηριοτήτων. Ούτε βέβαια θα ήταν ρεαλιστικές αν δεν υπήρχε ήδη ένας πληθυσμός με σαφή στοιχεία ετεροπροσδιορισμού έναντι μιας ηγετικής πληθυσμιακής ομάδας. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ελληνική επανάσταση μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περίπτωση των Ελλήνων η εμφάνιση μιας εμπορικής αστικής τάξης άλλαξε τα δεδομένα μετά το τέλος του 18ου αιώνα, καθώς η νέα αυτή τάξη συνειδητοποίησε ότι το μέλλον της δε θα μπορούσε να είναι μέσα στην παρακμάζουσα αυτοκρατορία και αναζήτησε λύσεις στα πλαίσια ενός εθνικού ελληνικού κράτους, πιέζοντας τις καταστάσεις προς τα εκεί, καταστάσεις όμως οι οποίες ήταν ακριβώς θετικές για μια τέτοια κίνηση λόγω της ήδη ως κάποιο βαθμό διαμορφωμένης εθνικής συνείδησης του γηγενούς πληθυσμού.[10]
Φυσικά όταν τέτοιες διακρίσεις δε γίνονταν σε βάρος της αστικής τάξης της μειονότητας ήταν πολύ δυσκολότερο να αναπτυχθεί κάποιο εθνικιστικό κίνημα (π.χ. στην Πολωνία, όπου η Rosa Luxemburg υποτίμησε τον πολωνικό εθνικισμό επειδή η μεγαλοαστική τάξη ήταν «βολεμένη» με την κατάστασή της μέσα στη μεγάλη ρωσική αγορά και δεν επιθυμούσε τη δημιουργία ξεχωριστού, σαφώς μικρότερων δυνατοτήτων, κράτους).[11] Στην περίπτωση αυτή βέβαια ήταν δυνατή η ανάπτυξη ενός μικροαστικού και μεσοαστικού εθνικισμού, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον εθνικισμό ως μέσο αντίθεσης με την άρχουσα ιδεολογία, η οποία εμφάνιζε για λόγους συμφέροντος έναν πολιτισμό, μια γλώσσα, μια θρησκεία κτλ. ως ανώτερα. Για παράδειγμα ο κροατικός εθνικισμός αναπτύχθηκε ενάντια στην ιδεολογία του γιουγκοσλαβισμού ως μια αντίθεση των καταπιεζόμενων κατώτερων τάξεων προς την ανώτερη.[12]
Τα παραπάνω ανταποκρίνονται και στο «πρότυπο του επιτυχημένου εθνικού κινήματος» του M. Hroch. Σύμφωνα με αυτό υπάρχουν τέσσερα σταθερά στοιχεία σε αυτό. «1. Μια κρίση νομιμότητας, συνδεδεμένη με κοινωνικές, ηθικές και πολιτισμικές εντάσεις. 2. Έναν βασικό όγκο κάθετης κοινωνικής κινητικότητας (μερικοί εκπαιδευμένοι άνθρωποι πρέπει να προέρχονται από την μη κυρίαρχη εθνοπολιτισμική ομάδα). 3. Ένα αρκετά υψηλό επίπεδο κοινωνικής επικοινωνίας, περιλαμβάνοντας την εγγραματωσύνη (sic), την εκπαίδευση και τις σχέσεις της αγοράς. 4. Συγκρούσεις συμφερόντων συσχετισμένες με το έθνος».[13]
Είναι λοιπόν σαφές ότι τα κράτη και τα έθνη «αλληλοχρησιμοποιήθηκαν», ώστε να επιβιώσουν, διότι διαφορετικά θα σταματούσαν να υφίστανται κάτω από το βάρος των αντιφάσεων που πήγαζαν από τα ιστορικά τους όρια. Ως υπέρβαση (Aufhebung) των παραπάνω αντιφάσεων εμφανίστηκε το εθνικό κράτος. Αυτό που δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση είναι ότι η μορφή αυτή κοινωνικής- πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης έχει συγκεκριμένες οικονομικές λειτουργίες και παρέχει οικονομικά οφέλη σε μια εθνική ομάδα. Για παράδειγμα η ύπαρξη εθνικού ανεξάρτητου νομίσματος, η σχεδίαση ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής κτλ. δείχνουν σαφώς το πώς η ύπαρξη του εθνικού κράτους ωφελεί εκείνη την εθνότητα που πίεσε για τη δημιουργία του. Με άλλα λόγια, για να πλουτίσει ένα έθνος χρειάζεται ένα επίσημο κράτος.[14]
Αυτή η θέση δεν παραγνωρίζει βέβαια τα υπόλοιπα στοιχεία που παίζουν ρόλο στην γένεση του εθνικού κράτους. Η κλασική φιλοσοφία του διαφωτισμού και των άγγλων οικονομολόγων έδινε βαρύτητα στην κοινή γλώσσα, τη θρησκεία την καταγωγή ή το ιστορικό παρελθόν, δηλαδή σε στοιχεία που προϋπήρχαν και ήταν χρόνιοι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του πληθυσμού.[15] Υπό αυτό το πρίσμα μάλιστα είναι σαφές ότι το εθνικό αίσθημα δεν αναπτύχθηκε σε τόσο διαφορετικές περιοχές και υπό τόσες διαφορετικές συνθήκες απλά ως μια επινόηση κάποιων ατόμων, αλλά ως ένας συνδυασμός πολλών ειδών αντικειμενικών κοινωνικών σχέσεων.[16]
Μια υλιστική όμως προσέγγιση των ιστορικών διαδικασιών αφήνει να διαφανεί ότι αυτές οι συνιστώσες δε θα μπορούσαν να επιδράσουν αν δεν συνέτρεχαν πρακτικοί λόγοι, λόγοι που θα χαν άμεση ή έμμεση σχέση με την ίδια την επιβίωση των ανθρώπων που εμπλέκονται στις διαδικασίες αυτές, άσχετα αν προϋπήρχε σε αυτούς κάποιο κοινό εθνικό αίσθημα ή αν αναπτύχθηκε στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Pierre Vilar άλλωστε, το χαρακτηριστικό του εθνικού λαού είναι ότι αντιπροσωπεύει το κοινό συμφέρον έναντι συγκεκριμένων συμφερόντων, κι αυτό φαίνεται αν δούμε ότι η Ηνωμένες Πολιτείες δεν επαναστάτησαν το 1776 λόγω της εθνικής τους διαφοράς με τους Άγγλους, ενώ η γαλλική Δημοκρατία δέχτηκε στους κόλπους της τον αγγλο- αμερικάνο Thomas Paine.[17]
Εντάξει, παραδέχομαι ότι βγήκε λιγάκι πιο σοβαρό απ' όσο συνηθίζω, αλλά αποφάσισα να μεγαλώσω, να ωριμάσω και να σοβαρευτώ. Ελπίζω να το εκτιμήσετε σε αυτή τη βάση.
[1] Fr. Engels, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους. Στο Φως των Ερευνών του Λ.Χ. Μόργκαν, Αθήνα 1982, σελ. 54-55, σελ. 229-242.
[2] E. Gellner, Έθνη και Εθνικισμός (μετ. Δώρα Λαφαζάνη), Αθήνα 1992, σελ. 18.
[3] V.I. Lenin, Άπαντα, τόμος 33. Κράτος και Επανάσταση, Αθήνα 1986, σελ. 7.
[4] πρβλ., A. D. Smith, The ethnic Origins of Nations, Νέα Υόρκη 1988, σελ. 131-135.
[5] E. Hobsbawm E., Έθνη και Εθνικισμός. Από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, Μύθος, Πραγματικότητα (μετ. Χρυσ. Νάντρις), Αθήνα 1994, σελ. 144.
[6] στο ίδιο, σελ. 31-32.
[7] E. Gellner, ο.π., σελ. 18-21.
[8] A. D. Smith, ο.π., σελ. 136-137.
[9] E. Hobsbawm , ο.π., σελ. 130-131.
[10] Ν. Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Αθήνα 1982, σελ. 219-236.
[11] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 165.
[12] στο ίδιο, σελ. 166-170.
[13] M. Hroch, T. M. Nicolaeva, Εθνικό Κίνημα και Βαλκάνια: από το εθνικό Κίνημα στην εθνική Ολοκλήρωση, Αθήνα 1996, σελ. 36-37.
[14] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 46-47.
[15] στο ίδιο, σελ. 36.
[16], M. Hroch, ο.π., σελ. 19-20.
[17] E. Hobsbawm, ο.π., σελ. 36.